Νηστεύω-Νηστεία-Νήστις

1.Από το νη-εσθίω. Σημαίνει, εθελούσια απέχω από φαγητών. Νηστεύειν. 2.Έχουμε μη ηθελημένη νηστεία, όπως εις Β΄.Κορ.6/5 και 11/27 («νηστείες») και εκούσια νηστεία ή εκ θρησκευτικών κλπ. λόγων, πίστις, εθίμων, παραδόσεων, υγείας ακολουθούμενη. Επί προσωπικών θεμάτων,...