Οι ευχές τής πρωτοχρονιάς και οι συγκρούσεις τής χρονιάς

Τι εύχονται οι άνθρωποι στην αρχή κάθε νέου χρόνου;

Εύχονται υγεία, ευτυχία, ευημερία, ειρήνη, χρόνια πολλά και εκπλήρωση επιθυμιών, στόχων, ονείρων κ.λπ.

Οι άνθρωποι σε γενικές γραμμές εύχονται καλά πράγματα, αλλά συμβαίνει ο κάθε άνθρωπος να εννοεί την ευτυχία, την ευημερία, την ειρήνη και όλα τα σχετικά όπως αυτός θέλει. Αυτό κάποιες φορές είναι πολύ καλό αλλά κάποιες άλλες φορές είναι πολύ κακό. Ως παράδειγμα, ας θυμηθούμε τον «καλό» γείτονα τής χώρας μας που σκέπτεται ως εξής:

«Κι εμείς θέλουμε να έχουμε ειρήνη με την Ελλάδα αλλά συνεχώς μας απειλεί. Δικαιοσύνη θέλουμε. Ζητάμε το μισό Αιγαίο και δεν μας το δίνετε. Να μοιράσουμε τον ορυκτό πλούτο των θαλασσών μας και δεν συμφωνείτε. Μας αναγκάζετε να τα πάρουμε από μόνοι μας.»

Παρατηρείται λοιπόν μεταξύ αυτών που αντάλλαξαν ευχές, το καθολικό φαινόμενο των καλών ευχών στο ξεκίνημα κάθε νέου χρόνου και των πολλών συγκρούσεων, σε όλη τη διάρκεια τού έτους,. Αντιλαμβανόμαστε έτσι πως είναι προφανές πως ο δικός μου τρόπος σκέψης δεν ταιριάζει, δεν φαίνεται να συνεργάζεται με τον δικό σου τρόπο. Στη συνέχεια αναγνωρίζουμε ότι όλοι μας τείνουμε να επιβάλλουμε την δική μας νοοτροπία και οι συγκρούσεις δεν αργούν. Κάποιες φορές μιλάμε παράλογα και προφανώς δεν το καταλαβαίνουμε. Ο κύριος, όμως, λόγος που παρά τις πολλές και καλές ευχές αντιμετωπίζουμε σοβαρές συγκρούσεις είναι διότι είμαστε άνθρωποι αμαρτωλοί· είμαστε εγωκεντρικοί. Μου αρέσει να βρίσκομαι στο κέντρο τής ύπαρξης, της ζωής. Το ίδιο ακριβώς αρέσει και σε σένα. Αυτό, όμως, είναι το μεγάλο μας πρόβλημα, διότι στο κέντρο τής ύπαρξης και τής ζωής υπάρχει μόνον ο Θεός! Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό είναι πιθανό να θελήσουμε να πάρουμε την θέση που μας αναλογεί, αυτήν τού πλάσματος απέναντι στον Δημιουργό Θεό του.

Ο Θεός καλεί τον κάθε άνθρωπο ν’ αλλάξει στάση και νοοτροπία απέναντι Του. Ο Θεός μας καλεί να Τον αποδεχτούμε ως Δημιουργό μας αλλά και ως Σωτήρα μας, στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Αυτή είναι η μέγιστη ανάγκη μας. Δυστυχώς, είναι πολλοί οι άνθρωποι που αυτήν την ανάγκη είτε δεν την αντιλαμβάνονται είτε, το πιθανότερο, δεν θέλουν να την αναγνωρίσουν. Εξακολουθεί όμως να είναι η μέγιστη ανάγκη μας. Η ποιότητα της ζωής μας σ’ αυτόν τον κόσμο εξαρτάται από το αν αναγνωρίζουμε την ανάγκη μας αυτήν, και από το πώς την αντιμετωπίζουμε. Η αιωνιότητά μας εξαρτάται από την ικανοποίησή της ή όχι!

Όσοι από εμάς ομολογούμε πίστη στον Θεό και τον Χριστό, όσοι πιστεύουμε πως είμαστε παιδιά τού Θεού εν τω Χριστώ, αυτό το αντιληφθήκαμε και μαθαίνουμε να κοιτάμε όλοι μαζί στον Θεό για να καθιστά Αυτός τον δρόμο μας ομαλό και ασφαλή και την συμπόρευσή μας αγαστή και ειρηνική. Έχοντας ως δεδομένο αυτό το πνεύμα ρωτάμε:

Ανταποκρίνεται ο Θεός στις ποικίλες ανάγκες που έχουμε;

Οι ανάγκες μας είναι πνευματικές, ψυχικές και σωματικές-υλικές. Ο Θεός τις γνωρίζει όλες και μας μιλάει γι’ αυτές. Ως απάντηση θα ήθελα να μπορούσαμε να δεχθούμε τα λόγια που γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους Φιλιππήσιους χριστιανούς:

«Ο Θεός μου θα καλύψει κάθε σας ανάγκη με τρόπο ένδοξο, σύμφωνα με το μέτρο τού δικού του πλούτου μέσω του Ιησού Χριστού.» (Φιλ. 4:19, μτφ ΛΟΓΟΥ)

Παρακάτω θα διαβάσουμε ολόκληρη την σχετική περικοπή για να δούμε συγκεκριμένες αλήθειες. Υπάρχουν όμως και άλλες αναφορές τής Καινής Διαθήκης που είναι σχετικές με τις ανάγκες που έχουμε σήμερα, στο παρόν τής ζωής μας, αλλά θα έχουμε και αύριο, στο μέλλον τής ζωής μας. Ας θυμηθούμε τι λέει ο αναστημένος και ένδοξος Χριστός στην εκκλησία τής Λαοδίκειας:

«Εσύ, βέβαια, λες: Πλούσιος είμαι! και: Έχω πλουτίσει εγώ και δεν έχω την ανάγκη κανενός! Όμως δεν ξέρεις ότι εσύ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και φτωχός και γυμνός! Σε συμβουλεύω ν αγοράσεις από μένα χρυσάφι καθαρισμένο στη φωτιά, για να πλουτίσεις, καθώς και ρούχα λευκά για να ντυθείς και να μη φανερωθεί η ντροπή της γύμνιας σου, κι επίσης κολλύριο για να αλείψεις τα μάτια σου, ώστε να βλέπεις! Εγώ όσους αγαπώ σαν φίλους μου, τους ελέγχω και τους παιδαγωγώ. Γίνε λοιπόν θερμός και μετανόησε. Πρόσεξε,

στέκομαι στη θύρα και κρούω· αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου, και ανοίξει τη θύρα, θα μπω μέσα σ‘ αυτόν, και θα δειπνήσω μαζί του κι αυτός μαζί μου.» (Απ. 3:17-20)

Εδώ έχουμε μια εκκλησία που αντί να είναι «πλήρης Αγίου Πνεύματος», -σύμφωνα με την γνωστή βιβλική φράση- είναι πλήρης με τον εαυτό της. Πιστεύει ότι έχει πλουτίσει και δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Γιατί τα λέει αυτά; Διότι η εκκλησία τής Λαοδίκειας είχε υλικό πλούτο και πιθανότατα ξεγελιόταν πως αυτό ισοδυναμεί με πνευματικό πλούτο, με ευλογία τού Θεού. Ο Χριστός βλέπει την εκκλησία ως ταλαίπωρη, ελεεινή, φτωχή, τυφλή, γυμνή. Ο Χριστός τώρα στέκεται απέξω. Και το ερώτημα που μας απασχολεί, σχετικά με το θέμα μας, είναι: Καλύπτονται οι ανάγκες τής εκκλησίας, δηλαδή των χριστιανών τής Λαοδίκειας; Αν η εκκλησία δεν πάρει στα σοβαρά τα λόγια τού Χριστού ώστε να αγοράσει από Αυτόν χρυσάφι για να πλουτίσει, ιμάτια για να ντυθεί και κολλύριο για να δει, τότε πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες της;

Η απάντηση λοιπόν είναι διπλή. Αν οι Λαοδικείς που ομολογούν πίστη στον Χριστό μετανοήσουν και Του ανοίξουν, τότε ναι, οι ανάγκες τους θα μπορούν να καλυφθούν. Αν όμως δεν μετανοήσουν, τότε δεν θα καλυφθούν. Θα συνεχίζουν να ξεγελιούνται με την απόκτηση των υλικών αγαθών. Θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούνται όπως ο κόσμος που δεν αγαπάει τον Χριστό, δεν τον δέχεται Σωτήρα του, δεν Τον λατρεύει και δεν Τον ακολουθεί. Θα υπάρχει σύγχυση και ακαταστασία στη ζωή τους και την πορεία τους. Κάτι που φαίνεται καθαρά και σήμερα στη ζωή πολλών «χριστιανών». Το μήνυμα τού αναστημένου Χριστού προς την εκκλησία της Λαοδίκειας αποτελεί πνευματικό συναγερμό σε μια πνευματικώς νεκρή εκκλησία!

Ερχόμαστε τώρα στην περικοπή τού Παύλου προς τους Φιλιππήσιους χριστιανούς. Καθώς θα την διαβάζουμε, ας προσέξουμε να παρατηρήσουμε αν υπάρχει κάποια διαφορά με το πνεύμα και το ύφος που διαπνέει την προηγούμενη περικοπή, αυτήν περί των Λαοδικέων.

«Οπωσδήποτε μου έδωσε μεγάλη χαρά ο Κύριος, που το ενδιαφέρον σας για μένα ξανάνθισε και πάλι για μια φορά ακόμη. Βέβαια, το ενδιαφέρον σας αυτό υπήρχε πάντα, αλλά δεν είχατε την ευκαιρία να το εκδηλώσετε έμπρακτα. Δεν το λέω αυτό επειδή στερούμαι, γιατί εγώ έμαθα να αρκούμαι σ αυτά που έχω. Ξέρω να ζω και φτωχικά, ξέρω να ζω και με αφθονία. Έχω μάθει το μυστικό για κάθε ώρα και για κάθε κατάσταση: και χορτάτος να ζω και πεινασμένος. Και παραπανίσια να έχω και να στερούμαι. Σε όλες τις περιστάσεις βγαίνω νικητής χάρις στον Χριστό που με ενδυναμώνει. Ωστόσο, καλά κάνατε που με συμπαρασταθήκατε στη θλίψη μου. Και το ξέρετε, βέβαια, κι εσείς Φιλιππήσιοι, ότι στην αρχή τής διάδοσης τού ευαγγελίου, όταν αναχώρησα από την Μακεδονία, καμιά εκκλησία δεν άρχισε μαζί μου δοσοληψίες παρά μονάχα εσείς. Αφού ακόμα και στην Θεσσαλονίκη, και μια και δυο φορές στείλατε βοήθημα για τις ανάγκες μου. Όχι πως επιδιώκω τα δώρα σας, αλλά επιδιώκω να αυξάνεται η καρποφορία σας για δικό σας λογαριασμό. Πάντως, τώρα πια τα έχω λάβει όλα και μου περισσεύουν κιόλας! Ένιωσα πλήρη ικανοποίηση, όταν παρέλαβα από τον Επαφρόδιτο αυτά που μου στείλατε, σαν ευωδιαστή οσμή, θυσία αποδεχτή, ευχάριστη στον Θεό. Έτσι, ο Θεός μου θα καλύψει και κάθε δική σας ανάγκη με τρόπο ένδοξο, σύμφωνα με το μέτρο τού δικού του πλούτου μέσω του Ιησού Χριστού.» (Φιλ. 4:10-19)

Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Παύλος μιλάει στους Φιλιππήσιους χριστιανούς με σιγουριά, πως «ο Θεός μου θα καλύψει και κάθε δική σας ανάγκη με τρόπο ένδοξο, σύμφωνα με το μέτρο του δικού του πλούτου μέσω του Ιησού Χριστού.»; Ας υπογραμμίσουμε την στάση των Φιλιππήσιων πιστών:

«Το ενδιαφέρον σας για μένα ξανάνθισε και πάλι για μια φορά ακόμη. Βέβαια, το ενδιαφέρον σας αυτό υπήρχε πάντα, αλλά δεν είχατε την ευκαιρία να το εκδηλώσετε έμπρακτα… καλά κάνατε που με συμπαρασταθήκατε στην θλίψη μου… στην αρχή τής διάδοσης τού ευαγγελίου, όταν αναχώρησα από την Μακεδονία, καμιά εκκλησία δεν άρχισε μαζί μου δοσοληψίες παρά μονάχα εσείς. Αφού ακόμα και στην Θεσσαλονίκη, και μια και δυο φορές στείλατε βοήθημα για τις ανάγκες μου

Οι Φιλιππήσιοι χριστιανοί από την πρώτη μέρα που δέχθηκαν το μήνυμα τού ευαγγελίου δια του Παύλου, μέχρι εκείνη την στιγμή, παρέμεναν κοινωνοί στο ευαγγέλιο. Φαίνεται πως η εκκλησία είχε κάποια προβλήματα, όπως μια κάποια έλλειψη ενότητας. Ο Παύλος τούς παρακινεί σε ταπεινοφροσύνη. Ήταν όμως άνθρωποι υπακοής και ανταπόκρισης χωρίς πνευματικές διακοπές στην χριστιανική τους πορεία. Σε τέτοιους πιστούς, δείχνει να δίνει το μήνυμα ο Παύλος, ο Θεός ανταποκρίνεται και καλύπτει πλουσίως τις όποιες ανάγκες τους.

Πώς καλύπτει ο Θεός τις ανάγκες μας;

Ας δούμε τώρα το πώς ο Θεός καλύπτει τις ανάγκες μας. Ένας τρόπος είναι καθώς το Άγιο Πνεύμα εργάζεται μέσα μας, στον εσωτερικό μας άνθρωπο, σε συνδυασμό με τον γραπτό λόγο τού Θεού. Είναι ο φωτισμός τού νου μας με τις αλήθειες τού Θεού, ο έλεγχος για τις αμαρτίες μας, η οδηγία Του σε καθημερινές αποφάσεις, η παρακίνησή Του να κάνουμε καλά έργα, ο καρπός της αγάπης, της χαράς, της ειρήνης και όλων των άλλων στοιχείων που παράγει μέσα μας, η ενδυνάμωση τής πίστης μας, η παρηγοριά Του στις θλίψεις και τις δοκιμασίες κ.λ.π. Θα αναφέρουμε δύο περικοπές μεταξύ πολλών που υπάρχουν.

«Ο Θεός τής ελπίδας είθε να σας γεμίσει με κάθε χαρά και ειρήνη καθώς ασκείτε πίστη, ώστε να περισσεύετε στην ελπίδα με την δύναμη τού Αγίου Πνεύματος.» (Ρωμ. 15:13)

«Ο Θεός τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Πατέρας τής δόξας, να σας δώσει πνεύμα σοφίας και αποκάλυψης σε επίγνωσή του ώστε να φωτιστούν τα μάτια τού νου σας, στο να γνωρίσετε ποια είναι η ελπίδα τής πρόσκλησής του, και ποιος ο πλούτος τής δόξας τής κληρονομιάς του στους αγίους, και ποιο είναι το υπερβολικό μέγεθος της δύναμής του σε μας που πιστεύουμε, σύμφωνα με την ενέργεια της κυρίαρχης εξουσίας τής δύναμής του…» (Εφ. 1:17-19)

Ο Θεός χρησιμοποιεί και έναν άλλο τρόπο, που σε μας τους ανθρώπους φαίνεται πιο πρακτικός και χειροπιαστός. Είναι αυτός που πραγματοποιείται δια της τήρησης της πνευματικής και φυσικής τάξης που έχει θέσει ο Θεός από την αρχή της Δημιουργίας Του αλλά και ένεκα του εξιλαστήριου έργου τού Ιησού Χριστού. Ο Θεός, γενικότερα, χρησιμοποιεί ανθρώπους, και ειδικότερα χρησιμοποιεί τους πιστούς Του, τους εν Χριστώ αδελφούς, να καλύπτουν κατά το δυνατόν τις ανάγκες των αδελφών τους. Υπάρχουν δύο βασικοί χώροι όπου ο τρόπος αυτός βρίσκει εφαρμογή: Πρώτον, μέσα στην οικογένεια, οι σύζυγοι αγαπούν και φροντίζουν ο ένας τον άλλον και καλύπτουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου, όσο αυτό είναι εφικτό. Επιπρόσθετα, οι γονείς καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιών τους, όσο αυτό είναι, και πάλι, εφικτό. Δεύτερον, μέσα στο σώμα τής τοπικής χριστιανικής εκκλησίας οι ποιμένες (ή πρεσβύτεροι ή επίσκοποι – με βάση την βιβλική κατανόηση των όρων) φροντίζουν το ποίμνιο που ο Θεός τούς έχει εμπιστευθεί.

Όλοι γνωρίζουμε πως οι δύο αυτοί χώροι (οικογένεια και τοπική εκκλησία) λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, και μιλάμε για το αυτονόητο. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ πιθανό πως δεν αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα των ρόλων που καθένας μας έχει να παίξει, ανταποκρινόμενοι σ’ αυτούς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μιλάμε για ρόλους που καλύπτουν πνευματικές, ψυχικές και σωματικές ανάγκες.

Ας ρίξουμε πάλι μια ματιά στα λόγια τού Παύλου προς τους Φιλιππήσιους πιστούς:

«… καλά κάνατε που με συμπαρασταθήκατε στη θλίψη μου… στην αρχή τής διάδοσης τού ευαγγελίου, όταν αναχώρησα από την Μακεδονία, καμιά εκκλησία δεν άρχισε μαζί μου δοσοληψίες παρά μονάχα εσείς. Αφού ακόμα και στην Θεσσαλονίκη, και μια και δυο φορές στείλατε βοήθημα για τις ανάγκες μουΕνιωσα πλήρη ικανοποίηση, όταν παρέλαβα από τον Επαφρόδιτο αυτά που μου στείλατε, σαν ευωδιαστή οσμή, θυσία αποδεχτή, ευχάριστη στον Θεό. Έτσι, ο Θεός μου θα καλύψει και κάθε δική σας ανάγκη με τρόπο ένδοξο

Τι παρατηρούμε εδώ; Η συμπαράσταση των Φιλιππήσιων στην θλίψη τού Παύλου, δεν αποτελεί κάλυψη μιας ανάγκης του; Η ικανοποίηση που ένιωσε ο Παύλος, όταν ήρθε ο Επαφρόδιτος στη Ρώμη και του έφερε αυτά που έστειλαν οι αδελφοί, δεν αποτελεί κάλυψη μιας ανάγκης του; Μπορούμε να θέσουμε και αυτό το ερώτημα· αποτελεί ανάγκη μου να νιώσω ικανοποίηση διότι οι αδελφοί με σκέπτονται και κάνουν κάτι που μπορούν για να με βοηθήσουν, επειδή αντιμετωπίζω διάφορες ελλείψεις; Αποτελεί ανάγκη μου να νιώθω, κάποιες φορές τουλάχιστον, πως η βοήθεια τών αδελφών με γεμίζει, με ξεχειλίζει;

Ο Παύλος εκφράζεται παρομοίως στην επιστολή του προς τον Φιλήμονα:

«Έχουμε πολλή χαρά και παρηγοριά για την αγάπη σου, για τον λόγο ότι τα σπλάχνα των αγίων αναπαύθηκαν εξαιτίας σου, αδελφέ. (Φλμ. 7)

«Αν λοιπόν με θεωρείς συνεργάτη σου, δέξου τον όπως θα δεχόσουν εμένα. Κι αν σε κάτι σε αδίκησε ή σου χρωστάει τίποτε, χρέωσέ το σε μένα. Εγώ ο Παύλος το έγραψα με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα σου το ξοφλήσω, για να μη σου πω ότι μου οφείλεις ακόμα και τον εαυτό σου. Ναι, αδελφέ μου, ας απολαύσω κι εγώ μια χαρά από σένα στ όνομα τού Κυρίου. Ανακούφισε την καρδιά μου στ όνομα τού Κυρίου.» (Φλμ 17-20, μτφ. ΛΟΓΟΥ)

Πώς θα αξιολογήσουμε αυτήν την προσδοκία τού Παύλου για την στάση τού Φιλήμονα προς τον Ονήσιμο; Είναι ανάγκη να λάβει αυτήν την χαρά ο Παύλος από τον Φιλήμονα; Σε ποια κατηγορία ανήκει τούτη η προσδοκία; Είναι η πνευματική και ψυχική ανάγκη που έχουν οι γονείς να παίρνουν χαρά από τα παιδιά τους βλέποντάς τα να υπακούνε, να μαθαίνουν, να προοδεύουν κ.λ.π. Είναι η ανάγκη που έχει ένας ποιμένας να βλέπει την αδελφότητα να προοδεύει στην πορεία της με τον Κύριο. Υπάρχει κάποιος γονιός που δεν θέλει αυτήν την χαρά; Υπάρχει κάποιος ποιμένας που δεν προσδοκά ανταπόκριση από την αδελφότητα που υπηρετεί; Υπάρχει κάποιος δάσκαλος που δεν περιμένει να δει τους μαθητές του να προκόψουν ως καλοί άνθρωποι αλλά και επαγγελματίες;

Καθώς μιλάμε για ανθρώπινες, χριστιανικές σχέσεις, ξέρουμε πως και στις δύο πλευρές αναλογεί η πρέπουσα στάση. Ο Πέτρος συμβουλεύει τούς πρεσβυτέρους:

«Να ποιμάνετε το αναμεταξύ σας ποίμνιο τού Θεού, επιβλέποντας όχι αναγκαστικά αλλά εκούσια· ούτε με αισχροκέρδεια αλλά πρόθυμα· ούτε ως κατεξουσιάζοντας την κληρονομία τού Θεού αλλά γίνεστε τύποι τού ποιμνίου.» (Α΄ Πέτ. 5:2-3)

Και ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής γράφει απευθυνόμενος στο ποίμνιο:

«Πείθεστε στους προεστώτες σας, και υπακούτε· επειδή αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές σας, ως έχοντας να δώσουν λόγο· για να το κάνουν αυτό με χαρά, και χωρίς να στενάζουν· επειδή αυτό δεν σας ωφελεί.» (Εβρ. 13:17)

Τα λόγια αυτά υπονοούν πως οι προεστώτες μπορούν να πείσουν την αδελφότητα διότι εκπληρώνουν την αποστολή τους και αποτελούν τύπο τού ποιμνίου. Τέτοιους ποιμένες καλούνται οι πιστοί να υπακούνε. Αν οι ποιμένες κακομεταχειρίζονται το ποίμνιο, όπως συνέβαινε με τους κακούς ποιμένες τού λαού Ισραήλ που ο προφήτης Ιεζεκιήλ αναφέρει, τότε το ποίμνιο θα πρέπει να δεηθεί στον Κύριο να του χαρίσει άλλους ποιμένες.

Ώστε, τόσο οι ποιμένες, όσο και το ποίμνιο οφείλει να κρατήσει ενεργητικά μια συγκεκριμένη στάση προς αλλήλους. Η στάση αυτή φέρνει χαρά σε όλους. Η άρνηση αυτής της στάσης προκαλεί λύπη και μια κάποια πνευματική και ψυχική στέρηση.

Ενώ λέμε αυτά, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η κατανόηση των αναγκών, τόσο των δικών μας όσο και των άλλων, είναι σχετική και όχι απόλυτη. Κατά κανόνα υπερεκτιμάμε τις δικές μας ανάγκες και υποτιμάμε τις ανάγκες των άλλων. Ακόμη, συγχέουμε τις ανάγκες με τις επιθυμίες. Είναι ανάγκη να πάρω τροφή για το σώμα μου. Είναι επιθυμία να έχω μια πολύ ιδιαίτερη ή ακριβή τροφή. Εδώ, μεταξύ ανάγκης και επιθυμίας γίνεται μια μάχη στην ψυχή μας αλλά και μεταξύ μας. Ας είμαστε ειλικρινείς. Όλοι μας θέλουμε κάτι παραπάνω, κάτι πιο ωραίο, κάτι πιο ποιοτικό. Αυτό δεν είναι οπωσδήποτε κακό. Αρκετές φορές είναι καλό. Ο Θεός μάς έχει φτιάξει σύμφωνα με τη δική Του εικόνα. Μας έχει φτιάξει έτσι που μας αρέσει το ωραίο, θέλουμε να δημιουργούμε, μας έχει δώσει την αίσθηση της καλλιτεχνίας.

Φαίνεται καθαρά στην Αγία Γραφή πως ο Θεός δεν εναντιώνεται στις απολαύσεις τής καθημερινότητας που προκύπτουν από την φυσική τάξη των πραγμάτων, που δια της δικής Του Δημιουργίας έχει θέσει. Στ’ αλήθεια, αν μια μητέρα δεν θέλει, δεν ενδιαφέρεται να μαγειρεύει ένα καλό, νόστιμο, υγιεινό φαγητό για τον άνδρα της και τα παιδιά της, ποιος θα καλύψει αυτήν την ανάγκη; Τι θα πρέπει να κάνει ο άνδρας της και τα παιδιά της; Να κάνουν προσευχή; Και τι να ζητήσουν; Να ζητήσουν ν’ αποκτήσουν περισσότερη υπομονή και μακροθυμία; Γιατί όχι! Αλλά μάλλον χρειάζεται να ζητήσουν ο Θεός να φωτίσει την σύζυγο και μητέρα να καταλάβει αυτό που φαίνεται πως δεν καταλαβαίνει. Εννοούμε φυσικά ότι μέσα στα οικονομικά πλαίσια μιας οικογένειας, η μητέρα μπορεί να σκεφτεί, να προσπαθήσει και να κάνει το καλύτερο που μπορεί. Εννοούμε πως δεν βαριέται, δεν περιφρονεί και δεν υποτιμά τις μικρές χαρές τής καθημερινότητας αλλά γίνεται όλο και περισσότερο εργατική και επινοητική.

Αν ένας πατέρας δεν ενδιαφέρεται να δώσει πνευματικές αρχές στα παιδιά του, ποιος θα καλύψει αυτήν την ανάγκη τους; Αν δεν φροντίζει να είναι καλό παράδειγμα, ποιος θα καλύψει αυτήν την ανάγκη; Η μητέρα; Η μητέρα μπορεί να καλύψει την ανάγκη που έχουν τα παιδιά να έχουν μια καλή μητέρα. Ο πατέρας θα καλύψει την ανάγκη ενός καλού πατέρα. Ο πατέρας καλείται να οδηγεί την οικογένειά του εκεί που θέλει ο Θεός. Γενικότερα, ο πατέρας φροντίζει να καλύπτει, κατά το δυνατόν, τις ανάγκες τής οικογένειάς του.

Οι σύζυγοι μπορούν να καλύψουν μοναδικές ανάγκες ο ένας τού άλλου. Ο Παροιμιαστής θέτει το εξής ερώτημα στον άνδρα-σύζυγο:

«Γιατί, γιε μου, θα θέλγεσαι από μια ξένη, και θα εναγκαλίζεσαι τον κόρφο μιας αλλότριας;» (Παρ. 5:20)

Προηγουμένως, όμως, έχει δείξει με ποιον τρόπο ο έγγαμος άνδρας μπορεί να υπερνικάει τον πειρασμό τής ξένης γυναίκας. Και ο τρόπος, σύμφωνα με τον Παροιμιαστή, δεν είναι η προσευχή και η νηστεία, στοιχεία πάντοτε ωφέλιμα. Η σύσταση που κάνει είναι:

«Συνέχισε να χαίρεσαι με την γυναίκα που παντρεύτηκες στα νιάτα σου· ευλογημένη να ’ναι και ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά. Να ‘ναι για σένα σαν ελάφι αγαπητό, ζαρκάδι τρισχαριτωμένο. Ας σε ποτίζουν πάντοτε οι μαστοί της, με την αγάπη της να ευφραίνεσαι.» (Παρ. 5:18-19).

Με άλλα λόγια λέει στον άνδρα, «απόλαυσε την γυναίκα σου». Το ανάλογο ισχύει για την γυναίκα. Τούτα τα δύο προϋποθέτουν μια πραγματικότητα. Ότι τόσο η γυναίκα όσο και ο άνδρας «δεν αποστερούν ο ένας τον άλλον» (Α΄ Κορ. 7:5). Και όχι μόνον αυτό, διότι μια υγιής αλλά και χαρούμενη σχέση δεν στηρίζεται στην ανοχή αλλά στην ηθελημένη, πρόθυμη και συνειδητή αφοσίωση και παράδοση, ψυχική και σωματική. Τούτο όμως δεν είναι δεδομένο πως ισχύει σε όλα τα ζευγάρια. Υπάρχουν, δυστυχώς, χριστιανικά ζευγάρια που δεν απολαμβάνουν ο ένας τον άλλον και η ανάγκη αυτή δεν καλύπτεται.

Είναι, λοιπόν, ο Θεός που δια της συζυγικής σχέσης καλύπτει ποικίλες ανάγκες τού άνδρα και της γυναίκας. Η σεξουαλική σχέση δεν συνιστά μια απλή σωματική ανάγκη. Η σχέση αυτή περιέχει πνευματικά, ψυχικά και σωματικά στοιχεία. Αν οι σύζυγοι δεν ενδιαφέρονται για την σχέση τους αυτήν, ποιος θα καλύψει αυτές τις ανάγκες τους; Αν δεν αντιληφθούμε το πόσο μεγάλη σημασία ενυπάρχει στην συζυγική σχέση και την περιφρονούμε, ή έστω την υποτιμούμε, τότε εκθέτουμε ο ένας τον άλλον σε πειρασμούς που πιθανόν θα οδηγήσουν σε αμαρτίες.

Αδελφοί, όλοι μας μπορούμε να δώσουμε χαρά στους ανθρώπους τής οικογένειάς μας και στην αδελφότητα τού Χριστού, απλώς και μόνο κάνοντας αυτό που μας ζητάει ο Θεός. Αν αυτό δεν το κάνουμε, δημιουργούμε κάποια έλλειψη χαράς και ικανοποίησης στους γύρω μας.

Ο Παύλος, βεβαίως, θ’ ανέβει ένα επίπεδο και θα διευκρινίσει στους Φιλιππήσιους πιστούς δύο πράγματα. Πρώτον, πως δεν απαιτεί από αυτούς την οικονομική βοήθεια και δεύτερον, πως έχει μάθει να ζει με ελλείψεις. Και καθώς ο Παύλος ζητάει να τον μιμηθούμε, θα πρέπει να το κάνουμε. Παρ’ όλα αυτά, είναι φυσικό ο Παύλος να επιθυμεί την βοήθεια των Φιλιππήσιων πιστών. Την θέλει, αρχικά, για το δικό τους καλό, για την «πίστωση» τού δικού τους πνευματικού λογαριασμού. Νομίζω, όμως, πως την θέλει και ως κάποια μερική κάλυψη τών δικών του αναγκών. Όλοι μας θέλουμε την αγάπη των οικείων τής πίστης. Προσδοκά να πάρει χαρά από την υπακοή των πιστών, από τη συμμόρφωσή τους με το θέλημα του Θεού και την ανταπόκρισή τους στην ποιμαντική του φροντίδα.

Ώστε, ο Θεός θα καλύψει τις ανάγκες μας τόσο, όσο εμείς ανταποκρινόμαστε με υπακοή στον Θεό και το ευαγγέλιό Του και ως πιστοί εκπληρώνουμε τους ρόλους μας μέσα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεών μας. Αν μοιάζουμε στους Φιλιππήσιους χριστιανούς, ο Θεός θα καλύψει τις ανάγκες μας πλουσίως.

Αν όμως μοιάζουμε στους Λαοδικείς πρέπει να μετανοήσουμε. Πότε είναι η κατάλληλη ώρα ν’ αλλάξουμε; Τώρα. Ποια είναι η κατάλληλη ημέρα; Σήμερα. Και «σήμερα» σημαίνει το κάθε «τώρα» που έχουμε στην διάθεσή μας επειδή μας το χαρίζει ο Θεός.