Tα κείμενα των ευαγγελίων, σε διάφορα χωρία, κάνουν λόγο «περί αδελφών του Ιησού», κυρίως στα χωρία, Ματθ. 13/54 και Μάρκ. 6/3 κ.έ. Επίσης, Πράξ. 1/14. Στις δύο πρώτες παραπάνω περιπτώσεις η σκηνή ξετυλίγεται στο χωριό του Ιησού, στη Ναζαρέτ, λίγο διάστημα ύστερα από τη βάπτισή Του. Οι συγχωριανοί Του, ενώ Τον άκουαν να μιλεί με μεγάλη σοφία, στη Συναγωγή τους, κι ενώ Τον έβλεπαν να θαυματουργεί, ξαφνιάστηκαν, εξαιτίας της απότομης αυτής μεταβολής Του και ρωτούσαν κατάπληκτοι: «πόθεν τούτω η σοφία αυτή και αι δυνάμεις; Ουχ ούτος εστί ο του τέκτονος υιός; Ουχί η μητήρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; Και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εστίν;»

Η ίδια σκηνή αναφέρεται και από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, που κι αυτός κατονομάζει τέσσερις αδελφούς αυτού καθώς και αδελφές του Ιησού, δίχως το όνομά τους.

Επίσης, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (7/35), αναφέρεται η σκηνή κατά την οποία οι αδελφοί του Ιησού Τον προτρέπουν, με κάποια περιφρονητική δυσπιστία, ν΄ανεβεί στη γιορτή της Σκηνοπηγίας, στα Ιεροσόλυμα, για να δείξει την μεσσιανική αποστολή Του. Και προσθέτει ο ευαγγελιστής: « ουδέ γάρ οι αδελφοί αυτού επίστευον εις αυτόν » (εδ. 7).

Από που άραγε προέρχονται αυτοί οι «αδελφοί του Ιησού», που αναφέρονται στα παραπάνω χωρία;

Από τον 2ον αιώνα, κυκλοφόρησε και γράφτηκε η διάδοση ότι τα παιδιά αυτά δεν ήταν φυσικά παιδιά της Μαρίας, αλλά παιδιά του Ιωσήφ, όταν χήρεψε, από άλλη σύζυγό του που πέθανε. Η διάδοση αυτή αναφέρεται στο λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου», ένα γραπτό που εξαιτίας των χονδροειδών ανακριβειών που περιέχει δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη στις πληροφορίες του. Για παράδειγμα: Αναφέρει τη σκηνή του ευαγγελισμού της Μαρίας ότι έγινε στα Ιεροσόλυμα, ενώ ο ευαγγελιστής Λουκάς την αναφέρει ότι έγινε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας (Λουκ. 1/26).

Μολαταύτα, η Κρατική (Ορθόδοξη) Εκκλησία έχει μέχρι σήμερα διατηρήσει τη γιορτή των «Εισοδίων της Θεοτόκου» στον Ναό της Ιερουσαλήμ (21 Νοεμβρίου), μια γιορτή που συστήθηκε στον Μεσαίωνα και στηρίζεται αποκλειστικά στα μυθεύματα του «Πρωτοευαγγελίου του Ιακώβου». Η σχετική υμνολογία: «’γγελος την είσοδον της Παρθένου ορών τις εξεπλήττοντο πώς η Παρθένος εισάγεται εις τα άγια των αγίων», είναι παρμένη από το απόκρυφο αυτό «πρωτοευαγγέλιο».

Αναφέρει επίσης ότι η Μαριάμ έζησε στα άγια των αγίων, ενώ είναι γνωστό ότι κανείς, κατά το Νόμο του Μωυσή, δεν επιτρεπόταν να μπεί στον τόπο εκείνο, ούτε ακόμα ο μεγάλος Αρχιερέας, παρά μόνο μια φορά τον χρόνο και συγκεκριμένα την μεγάλη ημέρα του Εξιλασμού.

Να η σχετική περικοπή: « Ην δε Μαρία εν τω ιερώ Ναώ του Κυρίου ως περιστέρα νεμομένη και ελάμβανε τροφήν εκ χειρός αγγέλου» (VIII, I) «…. Και είπεν ο ιερεύς. Μαρία η ανατραφείσα εις τα άγια των αγίων και λαβούσα τροφήν εκ χειρός αγγέλου και ακούσασα τον ύμνον και χορεύσασα ενώπιον του Κυρίου» (Κεφ. XV, 3).

Όμως, η Καινή Διαθήκη μας πληροφορεί ότι εκτός από τον Αρχιερέα, κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορούσε να μπεί στα άγια των αγίων του Ναού (Εβρ. 9/7).

Επίσης, το γραπτό αυτό αναφέρει την ηλικία του Ιωσήφ 90 χρόνων, όταν αρραβωνιάστηκε, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με τις μεγάλες οδοιπορίες του στην Αίγυπτο μαζί με την Μαρία και το παιδί.

Ειδικότερα, στην περίπτωση του Ιωσήφ, προκειμένου ο συγγραφέας να παρουσιάσει τους αδελφούς του Ιησού σαν παιδιά όχι της Μαρίας αλλά του Ιωσήφ, από προηγούμενο γάμο, το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου χαλκεύει μια σκηνή όπου, για να παντρέψουν τη δωδεκάχρονη Μαρία, παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου στον Αρχιερέα Ζαχαρία και του λέγει να καλέσει όλους τους χηρεύοντας του Ιουδαΐκου λαού για να δείξει ο Κύριος ποιανού απ’ αυτούς η Μαρία θα γίνει γυναίκα:
«Προσελθόντες δε πάντες οι χηρεύοντες παρέδωκαν τας ράβδους αυτών πρός τον αρχιερέα ο οποίος λαβών απάντων τας ράβδους εισήλθεν εις το ιερόν και ηύξατο. Τελέσας δε την ευχήν έλαβεν τας ράβδους και εξήλθεν και επέδωκεν αυτοίς και σημείον ουκ ήν εν αυταίς. Την δε εσχάτην ράβδον έλαβεν ο Ιωσήφ και ιδού περιστέρα εξήλθεν εκ της ράβδου και επετάσθη επί την κεφαλήν Ιωσήφ. Και είπεν ο ιερεύς τω Ιωσήφ: Συ κεκλήρωσαν την παρθένον Κυρίου παραλαβών εις τήρησιν εαυτή. Και αντείπεν Ιωσήφ λέγων: Υιούς έχω και πρεσβύτης είμι, αύτη δε νεάνις μήπως περίγελως γένομαι τοις υιοίς Ισραήλ» (Κεφ. ΙΧ, 1-2).

Είναι τέτοιες οι αντιθέσεις και διαφωνίες μεταξύ των γνησίων ευαγγελίων και του πρωτευαγγελίου Ιακώβου ώστε ακόμα και οι υποστηρικτές της αειπαρθενίας της Μαρίας έχουν αναγνωρίσει την έλλειψη αυθεντικότητας στο απόκρυφο τούτο γραπτό, όμως επικαλούνται το χωρίο Ιωαν. 19/27 όπου λέγεται ότι ο Ιησούς από τον Σταυρό εμπιστεύθηκε τη μητέρα Του στον μαθητή Του Ιωάννη, πράγμα που, καθώς λέγουν, δεν θα έκαμνε ο Ιησούς αν η Μαρία είχε παιδιά δικά της, οπόταν θα εμπιστευόταν τη μητέρα Του σ΄εκείνα.

Στο επιχείρημα αυτό δίδονται οι παρακάτω απαντήσεις:
1) ’ν ο Ιωσήφ είχε, από προηγούμενο γάμο, τα παραπάνω αναφερόμενα αγόρια και κορίτσια δεν βλέπομε να γίνεται μνεία γι΄αυτά κατά την ανάβαση του Ιωσήφ από τη Γαλιλαία στη Βηθλεέμ, για την απογραφή του πληθυσμού που είχε διατάξει ο Καίσαρας, αλλά βλέπομεν ότι ο Ιωσήφ παραλαμβάνει μαζί του μόνο τη Μαρία: «ανέβη δε και ο Ιωσήφ εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν, εις πόλιν Δαβίδ ήτις καλείται Βηθλεέμ, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ ούση εγγύω» (2/4-5).
2) Τον μύθο για την αειπαρθενία, διαλύει ο χαρακτηρισμός του Ιησού από τον Ματθαίο και τον Λουκά σα «πρωτότοκου» (Λουκ. 2/7 Ματθ. 1/25). Η λέξη «πρωτότοκος» έχει την έννοια και άλλων αδελφών που ακολούθησαν, αλλιώς θα ονομαζόταν όχι πρωτότοκος αλλά «μονογενής», μία περίπτωση που ο Λουκάς σημειώνει στο ευαγγέλιο του σε δύο μέρη: Στο Λουκ. 7/12 όπου ο Ιησούς ανάστησε τον υιό της χήρας τον «μονογενή» και στο κεφάλαιο 8/42, όπου πάλι ανάστησε θυγατέρα «μονογενή» του Ιάειρου. Εν τούτοις ο ίδιος ο Λουκάς δεν ονομάζει τον Ιησού «μονογενή» υιό της Μαρίας, αλλά πρωτότοκο υιό της Μαρίας, πράγμα που είναι τελείως διαφορετικό. Ο ίδιος ο Λουκάς μιλεί για αδελφούς του Ιησού (Λουκ. 8/19-21). Όσον αφορά τη σκηνή του Σταυρού που αναφέραμε παραπάνω δίδεται η απάντηση ότι εξ αιτίας της απιστίας, όπως είδαμε, των αδελφών του Ιησού, (Ιωαν. 7/5) δεν τους θεώρησε άξιους της εμπιστοσύνης Του, για να περιποιηθούν και να παρηγορήσουν τη μητέρα Του, αλλά εμπιστεύτηκε τον αγαπητό Του μαθητή Ιωάννη του οποίου γνώριζε τα βάθη της καρδιάς. ’λλωστε ο Ιησούς είχε διακηρύξει ότι δεν αναγνώριζε σαρκική συγγένεια αλλά μόνον την πνευματική που στηρίζεται στη τήρηση του θελήματος του Θεού και τέτοια συγγένεια εύρισκε στον Ιωάννη.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Παραπέρα από κάθε προσδοκία διαφωτίζει το ζήτημα αυτό και ο προφητικός λόγος. Στον ψαλμό ξθ΄λ.χ. ομιλεί ο πάσχων Μεσσίας (όπως γίνεται φανερό από τη χρησιμοποίηση των χωρίων 9 και 22-24 από το ευαγγέλιο Ιωαν. 2/17 και τις Πράξεις των Αποστόλων 1/29). Ομιλεί ο Ιησούς για την εγκατάλειψή Του από τους αδελφούς Του τους οποίους χαρακτηρίζει σαν υιούς της μητέρας Του λέγοντας «Ξένος έγινα εις τους αδελφούς μου και αλλογενής εις τους υιούς της μητρός μου» (Ψαλμ. ξ’8). Γίνεται φανερό λοιπόν ότι κατά τον προφητικό ψαλμό δεν πρόκειται για παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενη γυναίκα καθώς ο θρύλος διέδωσε, αλλά για παιδιά της μητέρας Του, δηλαδή για παιδιά της Μαρίας.

Το κλειδί της όλης συζήτησης είναι ότι από τον 2ον αιώνα και κατόπι ένα ασκητικό ρεύμα που μπήκε στην Εκκλησία, προερχόμενο από την Ασία, θεώρησε την αποχή από τον γάμο, την οποία ονόμασε «παρθενία» σαν μια ανώτερη ηθική στον άνθρωπο, ενώ τουναντίον τον γάμο τον θεώρησε σαν ηθική κατωτερότητα. Στην επιθυμία τους να τοποθετήσουν σαν επικεφαλής του Τάγματος τους ένα σπουδαίο πρόσωπο διάλεξαν τη Μαρία της οποίας η αειπαρθενία, μέχρι της γεννήσεως του Ιησού της προσέδιδε φωτοστέφανο. Έτσι, η εσφαλμένη αρχή πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι άνθρωποι αυτοί (η ηθική δηλαδή ανωτερότητα της παρθενίας) παρουσίαζε τη Μαρία σαν αειπάρθενη και για τον σκοπό αυτό επεζήτησαν με τους διάφορους θρύλους του απόκρυφου ευαγγελίου του ψευδο-Ιακώβου να χαλκεύσουν μύθους και χονδροειδείς αντιθέσεις προς την Ευαγγελική ιστορία, για να δώσουν στους αδελφούς του Ιησού προέλευση από άλλη γυναίκα.

Όμως πολύ διαφορετικά βλέπει τα πράγματα η Καινή Διαθήκη. Ούτε η αγαμία δίδει ηθική αξία ούτε ο γάμος ηθική ανωτερότητα. Η καθεμιά κατάσταση έχει ιδιαίτερο χάρισμα από τον Θεό και, καθώς φαίνεται, η Μαρία είχε και το χάρισμα να γεννήσει οικογένεια, η οποία τελικά πίστεψε στον Ιησού ύστερα από την ανάστασή Του, καθώς βλέπομε από το χωρίο των Πράξεων των Αποστόλων 1/14, όπου ήσαν το υπερώο «η Μαρία μετά των αδελφών του Ιησού», και την ημέρα της Πεντηκοστής έλαβαν όλοι τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ύστερα από λίγα χρόνια, από τους αδελφούς αυτούς του Ιησού, βλέπομε τον Ιάκωβο να κατέχει σημαντική θέση στην εκκλησία των Ιεροσολύμων, καθώς ο απ. Παύλος αναφέρει ότι κατά το ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα είδε μεταξύ άλλων και τον Ιάκωβο «τον αδελφό του Κυρίου» (Γαλ. 1/19).

Ας σημειωθεί, επίσης, ότι το Ευαγγέλιο αναφέρει ότι ούτε η Μαρία ούτε ο Ιωσήφ εγνώριζαν κατά βάθος το μυστήριο για το παιδί που γεννήθηκε. Ασφαλώς το θεωρούσαν σαν τον αναμενόμενο μεγάλο Μεσσία, αλλά με βαθιά σύγχυση για το πρόσωπο του.

Ο Λουκάς μας λέγει ότι ύστερα από την επίσκεψη των ποιμένων στη Βηθλεέμ και την αφήγησή τους, η Μαρία «πάντα τα ρήματα ταύτα συνετήρει συμβάλουσα εν τη καρδία αυτής». Στην παραμονή του 12ετούς Ιησού στον Ναό όταν πήραν την απάντηση από το παιδίο «δια με εζητείτε; Δεν ηξεύρετε ότι είναι ανάγκη να μείνω εις του πατρός μου τον οίκον;» Αυτοί δεν εννόησαν τι τους είπε «και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς» (Λουκ. Β΄, 48)

Αυτά σαν απάντηση σ΄αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατο ύστερα από την γνώση τέτοιου μυστηρίου η Μαρία να δεχθεί να γεννήσει και άλλα παιδιά. Η όλη συζήτηση έχει προέλευση καλογερικής επιχειρηματολογίας και αναιρείται θριαμβευτικά από τις σαφείς μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. άρχισαν να κυκλοφορούν άφθονα θρησκευτικά διηγήματα και «ευαγγέλια» που, για να γίνουν πιστευτά, έφεραν αποστολικά ψευδώνυμα ή και μυθικά ονόματα. Σκοπός αυτών των νόθων κειμένων ήταν να ικανοποιήσουν την περιέργεια των αναγνωστών, συμπληρώνοντας με παραδόσεις άγνωστης προέλευσης τα κενά που αφήνουν τα γνήσια ευαγγέλια, ως προς τους γεννήτορες του Ιησού, τη γέννηση Του καθώς και τη ζωή Του. Σ΄αυτά τα μυθικά και ψευδεπίγραφα κείμενα περιλαμβάνονται λ.χ. το «ευαγγέλιο κατ΄Αιγυπτίους», «Πράξεις του Πιλάτου», «ευαγγέλιο Νικοδήμου», «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και άλλα πολλά.

Τούτο το τελευταίο απόκρυφο κείμενο, -το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου-, εξιστορεί τη ζωή της παρθένου Μαρίας και των γονέων της, τη θαυματουργική της γέννηση καθώς και τον συζυγικό δεσμό της με τον Ιωσήφ. Φαίνεται καθαρά πως ο σκοπός του συγγραφέα είναι να θεσπίσει τη παντοτινή παρθενία της Μαρίας κάνοντας τα αδέλφια του Ιησού παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο. Μέχρι τον 5ον αιώνα το Πρωταευαγγέλιο του Ιακώβου χαρακτηριζόταν σαν απόκρυφο, δηλαδή ανάξιο εμπιστοσύνης. Και μολονότι ο Πάπας Γελάσιος το καταχώρισε στον επίσημο κατάλογο των απόκρυφων, εν τούτοις από τον 5ον αιώνα και κατόπι κυκλοφορούσε ευρύτατα, μεταφρασμένο στη Λατινική, Συριακή, Κοπτική και Αραβική γλώσσα και ήταν το οικογενειακό εντρύφημα της λαϊκής μάζας του Μεσαίωνα.

Η παραπάνω μελέτη αναδημοσιεύεται από το περιοδικό “ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ”, Τόμος Α΄, Αριθμός 2-3, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1979 – ΕΚΔΟΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ, με ευγενική άδεια του εκδότη του.