Ας υποθέσουμε πως κάποια ανάγκη θα το επέβαλε, φέτος τη Μεγάλη Βδομάδα, να ‘ρχόταν εδώ στη Γη ο Ιησούς Χριστός με σάρκα και με αίμα, όπως και την πρώτη φορά. Θα είμαστε άραγε αυτόπτες μάρτυρες μιας δεύτερης σταύρωσης; Δε ρωτάω αν θα Τον ξανασταύρωναν οι Ρωμαίοι ή οι Εβραίοι, όπως τότε. Ρωτάω αν θα Τον ανεβάζαμε στο σταυρό εμείς, εμείς που σήμερα καμαρώνουμε για «Χριστιανοί». Πώς άραγε θα μεταχειριζόμαστε αυτό το πρόσωπο, ύστερα από τα παράδοξα και τολμηρά κηρύγματα που θα ακούγαμε από το στόμα Του, για ό,τι αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά μας και τις κοινωνικές μας σχέσεις;
Θα πιστεύαμε το Χριστό, σήμερα, πιο πολύ και θα Τον ακολουθούσαμε πιο πιστά απ’ ό,τι Τον πίστεψαν και Τον ακολούθησαν οι άνθρωποι της εποχής Του;
Μήπως δεν θα Τον αποδοκίμαζαν οι σημερινοί μιλιταριστές σαν έναν δειλό πασιφίστα, ακούοντας την προτροπή Του, να μην ξεπληρώνουμε το κακό αλλά ν’ αποδίδουμε καλό αντί κακού;
Μήπως δεν θα Τον στιγμάτιζαν σαν εχθρό της κοινωνίας οι εθνικιστές και οι ρατσιστές μας, μόλις θ’ άκουαν από το στόμα Του την δήλωση ότι όλοι οι άνθρωποι, πάνω σε τούτο τον πλανήτη, έχουμε ίσα δικαιώματα και καταγωγή από ένα κοινό αίμα;
Μήπως δεν θα Τον κατέτρεχαν οι πλούσιοι σαν ανατρεπτικό στοιχείο γιατί τους προειδοποιεί ότι ο πλούτος τους γίνεται εμπόδιο για να μπουν στην Βασιλεία των Ουρανών;
Μήπως δεν θα Τον χαρακτήριζαν οι παραδόπιστοι σαν έναν αγύρτη επειδή μας συμβούλεψε να μη μεριμνάμε για το αύριο, μήτε ν’ αποθηκεύουμε σε τούτη τη ζωή αγαθά και θησαυρούς;
Μήπως δε θα Τον κατηγορούσαν οι εκκλησιαστικοί σαν αιρετικό, επειδή παραμερίζει τις εντυπωσιακές, πολυτελείς , ιερουργίες και όλο-όλο που μας παραγγέλλει είναι το να υπακούμε τον θεό και ν’ αγαπάμε τον πλησίον μας;
Μήπως δεν θα Τον αποδοκίμαζαν σαν έναν λαοπλάνο οι αισθηματίες και οι ονειροπόλοι μόλις θα Τον άκουαν να εξηγεί ότι ο δρόμος της Σωτηρίας είναι δρόμος στενός και δύσκολος;
Μήπως δεν θα Τον καταφρονούσαν όλοι οι φανατικοί θρησκευόμενοι, αυτοί που ζουν με τις σκληρές ηθικές αρχές, σαν Τον έβλεπαν να τρώει και να πίνει μαζί με τους άδικους και τους αμαρτωλούς και να προτιμάει να κάνει συντροφιά με οινοπότες και με πόρνες, παρά με τους «σεβάσμιους» αξιωματούχους της εκκλησίας;
Μήπως δεν θα Τον χλεύαζαν οι περήφανοι και οι μεγάλοι σαν θα Τον άκουαν να διδάσκει τους μαθητές Του ότι εκείνος που θέλει να είναι «πρώτος» πρέπει να γίνει τελευταίος και να υπηρετεί όλους;
Μήπως δε θα έμεναν με ανοιχτό στόμα οι σοφοί και οι πολυδιαβασμένοι μας, σαν θα Τον άκουαν να προειδοποιεί ότι δε θα μπορέσουμε να σωθούμε αν δε γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά;
Αλλά και μήπως ο καθένας μας, με το δικό του τρόπο, δε θα βρίσκαμε στα λόγια και τα έργα αυτού του μοναδικού «ανθρώπου» κάτι που να ζημιώνει τη διαγωγή μας, ή ακόμα κάτι τόσο ξένο στις συνήθειές μας, τόσο ενάντιο στο συμφέρον μας ή τόσο ενοχλητικό και βαρύ για τη συνείδησή μας, ώστε να θέλουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ Αυτόν όσο το δυνατό νωρίτερα;
Μα την αλήθεια, διερωτάται κανείς αν η Χριστιανική περίοδος έχει πράγματι αρχίσει!