Είμαι ο ένας από τους δέκα τους λεπρούς
Που γιάτρεψε κάποια φορά ο Ιησούς,
στα σύνορα Σαμάρειας και Ιουδαίας,
το πρωινό μιας ανοιξιάτικης ημέρας.
Αναθυμάμαι, τη φοβερή τη συντροφιά…
Βέβαια είμαστε πολλοί εις την αρχή.
Μα κάθε τόσο ένας, κάποιος της παρέας,
πέθαινε. Τον θάβαμε εκεί, κάπου πιο πέρα
και περιμέναμε ένας-ένας, στη σειρά
πότε θα έρθει η τελευταία μας βραδιά..
Κάποιοι απ’ την αρρώστια μας, πεθαίνανε.
Από το κρύο και την πείνα, κάποιοι άλλοι…
Ποτέ μα ποτέ δεν μας πλησίασε κανείς
απ’ το λαό, τους υιούς Λευί, τους ιερείς.
Και τα παιδιά, που φοβισμένα μας κοιτούσαν
φεύγαν μακριά και μας πετροβολούσαν.
Κανένας καλημέρα δεν μας είπε
ούτε ένας με συμπόνια δεν μας είδε.
Είμαστε γι’ αυτούς καταραμένοι
μονάχοι ν αργοπεθαίνουμε και ξένοι.
Λες και μανούλα δεν μας γέννησε κι εμάς.
Φαίνεται φταίξαμε! Οι γιοι της συμφοράς…

Δεν είμαι αυτός που γύρισε εις τον Χριστό
καθώς θα ταίριαζε να πω ευχαριστώ.
Γιατρεύτηκα και πήρα τους δικού μου δρόμους
και αξεδίψαστα να πιω, άγνωστους κόσμους.
Μα δεν μπορώ να ισχυριστώ πως τη ματιά
την είδα, του Ιησού, για στερνή φορά
τη μέρα που – αλησμόνητη – με γιάτρεψε,
κι όλες της λέπρας τις πληγές μου τις καθάρισε.
Τον ξαναείδα σ’ ένα λόφο μια φορά
που μίλαγε. Μας χόρτασε ψάρια, ψωμιά.
Δεν πήγα όμως πιο κοντά να Του μιλήσω,
δυο λόγια να Του πω. Να ευχαριστήσω…
Και στου Πιλάτου αναθυμάμαι την αυλή
π’ ουρλιάζαν «να πεθάνει» , ήμουν εκεί.
Κι απόμεινα ακόμα μια φορά βουβός.
Το ξέρω, σίγουρα, με έβλεπε Αυτός.
Κι ως Τον οδεύανε ν’ ανέβει στο Σταυρό
έμεινα αδάκρυτος. Δεν τόλμησα να πω:
-ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ! Δεν πρέπει να πεθάνει!
Μόνο Αυτός τη λέπρα μου έχει γειάνει.
Καθώς Τον ύψωσαν μαζί με δυο ληστές,
είμαστε εκεί πολλοί με τις καρδιές κλειστές.
Κι όταν εφώναξε – θυμάμαι Τον – «Διψώ»,
κανένας μας δεν έτρεξε – ούτε κι εγώ!
Τα μάτια Του πριν να τα κλείσει εις το ξύλο
Τον έναν-ένα μας εκοίταξε τριγύρω.
Ξέρω, η καρδιά Του έπιασε κι εμένα.
Κι ήτανε τόσο, τα μάτια αυτά θλιμμένα…
Περίμενε, στερνή στιγμή , ίσως Του πω
ευγνωμοσύνης μου απλό, ευχαριστώ.