Τι είναι η αληθινή μετάνοια ;
Η λέξη « μετάνοια », σημαίνει, « αλλαγή του νου ». Νους είναι το όργανο που δέχεται και αντιλαμβάνεται τα « νοήματα», (νους – νόημα), δηλαδή τα πνευματικά πράγματα που έχει φανερώσει ο Θεός (2 Κορινθ. 11/3, 10/5, 4/4, Φιλιπ. 4/7).
Από τη στιγμή που το όργανο αυτό – ο νους – εξαπατήθηκε από την αμαρτία, παραδόθηκε στη ματαιότητα και υπηρετεί τον εγωισμό του ξεπεσμένου ανθρώπου, που είναι και η ρίζα του κάθε κακού.
Η λέξη « μετάνοια » δηλώνει, λοιπόν, την αλλαγή αυτού του οργάνου, του νου, έτσι που ο αμαρτωλός τώρα σκέφτεται και θέλει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό, από εκείνο που σκέφτονταν και ήθελε μέχρι τώρα.
Στη μετάνοιά του ο άνθρωπος κάνει μια τέλεια ηθική μεταβολή. Γυρίζει οριστικά τα νώτα στην αμαρτία για να ζητήσει πλέον τον Θεό και το αγαθό. Αποδοκιμάζει και καταδικάζει το αμαρτωλό παρελθόν του για να ζήσει στη Ζωή της εν Χριστώ δικαιοσύνης. Αναγνωρίζει ότι μέχρι μιας στιγμής ζούσε ζωή ηθικά άστατη και αποφασίζει να σταματήσει αυτό τον τρόπο ζωής, που προσβάλλει και το Πρόσωπο και τον Νόμο του Θεού.
Έτσι η μετάνοια είναι μια ηθική πράξη του ανθρώπου που σχετίζεται αποκλειστικά με το αμαρτωλό παρελθόν του. Εννοείται πώς αυτή την πράξη του ο αμαρτωλός πρέπει να την κάνει με τέλεια σύμπραξη της θέλησης του.
Πρώτη σημείωση : Σύμφωνα με την διδασκαλία της Κρατικής ( Ορθόδοξης ) Εκκλησίας. « Μετάνοια είναι το θείον της Χριστιανικής Εκκλησίας μυστήριο εις το οποίον ο Θεός δια του ιερέως συγχωρεί όλας τας μετά το βάπτισμα αμαρτίας των Χριστιανών εκείνων οι οποίοι μετανοούν ειλικρινώς και εξομολογούνται τας αμαρτίας αυτών εις τον ιερέα ».
Η διδασκαλία αυτή, συγκρούεται με την αλήθεια των Γραφών στα εξής τρία ουσιαστικά σημεία:
> Οι Γραφές παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν μια ηθική στροφή του αμαρτωλού˙ποτέ σαν ένα τελετουργικό μυστήριο.
> Οι Γραφές σε όλες τις περιπτώσεις μετάνοιας, παρουσιάζουν τον άνθρωπο να ζητεί συγχώρηση απ ευθείας από τον Θεό ή τον Χριστό˙ποτέ από τον ιερέα.
> Οι Γραφές συνιστούν τη μετάνοια όχι μόνον για τις αμαρτίες του ανθρώπου μετά το βάπτισμά του, αλλά επίσης και γι αυτές πριν από το βάπτισμα: Μετανοήσατε και ας βαπτισθή έκαστος εις όνομα του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών¨(Πραξ. 2/38). Πράγματι, για ν΄ αναγεννηθεί ο άνθρωπος πρώτα πρέπει να μετανοήσει και κατόπιν να βαπτισθεί˙ποτέ αντιθέτως.
> Σχετικά με τις αμαρτίες τις μετά το βάπτισμα, η εξομολόγηση θεωρείται σαν όρος απαραίτητος για τη συγχώρηση. Αυτό είναι το νόημα της νουθεσίας του απ. Παύλου ¨Ει δε εαυτούς διεκρίνομεν ουκ αν εκρινόμεθα¨ (Α΄Κορ. 11/31).
> Εξ άλλου, ο απ. Ιωάννης φτάνει στο σημείο να βεβαιώνει ότι η δικαιοσύνη του Θεού είναι δεσμευμένη να συγχωρεί τις εξομολογημένες αμαρτίες του αναγεννημένου Χριστιανού. ¨Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστίν και δίκαιος ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας¨. (Α΄ Ιωάν. 1-9).
Τα στοιχεία της αληθινής μετάνοιας
Για να είναι η μετάνοια ενώπιον του Θεού αληθινή και πραγματική πρέπει να έχει τα εξής δύο απαραίτητα στοιχεία:
Πρώτο : την εξομολόγηση και
Δεύτερο: (σε ορισμένες περιστάσεις) την επανόρθωση υλικής ή και ηθικής ζημίας.
¨Όταν ο ανήρ ή η γυνή αμαρτήση … θα εξομολογηθή την αμαρτία του την οποίαν έπραξε και θα αποδώση το αδίκημα αυτού¨(Αριθμ. ε΄6-7).
Ο μετανοημένος αμαρτωλός εξομολογείται είτε μυστικά ενώπιον του Θεού, είτε φανερά, ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων τις αμαρτίες του, αισθανόμενος στα βάθη της συνείδησης του το βάρος της ενοχής του. Να με ποιόν τρόπο: ¨Ω Κύριε αμαρτήσαμε και ανομήσαμε και ασεβήσαμε και αποστατήσαμε και εξεκλίναμε από των εντολών σου και από των κρίσεων σου¨(Δανιήλ θ΄4-5).
Η Αγία Γραφή εξηγεί ότι η εξομολόγηση είναι ο απαραίτητος όρος για να δεχτεί ο Θεός τη μετάνοιά μας, ¨Όταν είναι τις ένοχος θα εξομολογηθή κατά τι αμάρτησε¨(Λευιτ. δ΄5). Εννοείται πως ο μετανοημένος κάνει αυτή την εξομολόγησή του όχι στον εαυτό του ούτε στη συνείδησή του, αλλά στο Θεό, επειδή τον Θεό ελύπησε και πρόσβαλε. ¨Εις σε, Κύριε, εις σε μόνον ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου έπραξα¨(Ψαλμ. να΄4) ¨πατέρα, αμάρτησα¨(Λουκ. 15/21) ¨ο Θεός, λυπήσου με τον αμαρτωλό¨(Λουκ. 18/13) κ.α.
Εκτός από την εξομολόγηση το άλλο στοιχείο της αληθινής μετάνοιας είναι τα έργα, τα αντάξια της μετάνοιας: ¨Κάμετε καρπούς άξιους της μετανοίας¨(Λουκ. 3/8). Σε ορισμένες περιστάσεις, καθώς και παραπάνω αναφέραμε ο ειλικρινά μετανοημένος οφείλει να επανορθώσει τις ζημιές και τα αδικήματα που είχε προξενήσει σε βάρος του πλησίον του: ¨Σταθείς δε ο Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον: Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω στους πτωχούς και εάν εσυκοφάντησα τινά εις τι αποδίδω τετραπλούν¨(Λουκ. 19/8).
Με άλλα λόγια: Δεν μπορεί η μετάνοια του ανθρώπου να έχει μπροστά στο Θεό ηθική αξία παρά μονάχα αν ο μετανοημένος χτυπήσει, με την εξομολόγηση του, τον εγωισμό του και επανορθώσει κάθε ηθική ή υλική ζημία που προξένησε.
Μορφές ηθικής ζωής ενάντιες στην αληθινή μετάνοια.
Η υπερήφανη καρδιά θέλοντας να αποφύγει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η αληθινή μετάνοια (ταπείνωση του εγώ˙επίσης υλική ή ηθική αποκατάσταση), έχει εφεύρει τις εξής δύο ελαττωματικές μορφές ηθικής ζωής.
α) Τη νόθα μετάνοια και
β) την αυτοδικαιοσύνη.
Νόθα μετάνοια είναι η διάθεση του αμαρτωλού να δέχεται από το Θεό το ευεργέτημα της συγχώρησης, δίχως να αναλάβει και τις ηθικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν αυτή τη θεία συγχώρηση. Ζητεί τα θεία προνόμια αλλά όχι και τον αγιασμό. Ποθεί να γίνει μέτοχος στις ουράνιες επαγγελίες , αλλά χωρίς να κομματιάσει τα είδωλα της παλιάς του ζωής.
Αυτοδικαιοσύνη ή « η εμή δικαιοσύνη » (Φιλιπ. 3/9), είναι η άλλη μορφή της ηθικής ζωής, που καταστρέφει το χαρακτήρα της πραγματικής μετάνοιας. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος εναντιούμενος στο σχέδιο της εν Χριστώ σωτηρίας, πιστεύει πως είναι ικανός να εκπληρώσει ο ίδιος τις υποχρεώσεις του απέναντι του Θεού, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, χωρίς να το θεωρεί αναγκαίο να ζητήσει υπερφυσική βοήθεια. Αυτή είναι η μέθοδος που ο Κύριος Ιησούς στιγμάτισε σαν υποκρισία, επειδή ο άνθρωπος παρουσιάζει μόνον εξωτερικές μορφές ηθικής ζωής, αντί να παρουσιάζει τους πραγματικούς καρπούς της. (Μάρκ. 6/16, 7/6 κ.α). Ο απ. Παύλος εξηγεί: « Οι άνθρωποι αγνοούντες την δικαιοσύνη του Θεού και ζητούντες να συστήσουν την ιδική τους δικαιοσύνη, στη δικαιοσύνη του Θεού δεν υπετάγησαν » (Ρωμ. 10/3).
Επομένως, και στην πρώτη περίπτωση, οπόταν ο αμαρτωλός διστάζει να κομματιάσει τα είδωλα της παλιάς του ζωής, καθώς και στη δεύτερη, οπόταν ο αμαρτωλός ισχυρίζεται, ότι βρήκε το αγαθό μέσα στον εαυτό του, η μετάνοια είναι άκαρπη, επειδή ο άνθρωπος ζητάει το αγαθό της Ζωής με τρόπους δικούς του, έξω από τον τρόπο και το θέλημα του Θεού.
Δεύτερη σημείωση: Δεν υπάρχει στην Καινή Διαθήκη έστω μια νύξη που να συνιστά την μετάνοια και την εξομολόγηση του αμαρτωλού σε κάποιον άλλο άνθρωπο, για να εξασφαλιστεί έτσι η συγνώμη του Θεού. Στην αποστολική εποχή κανένας πρεσβύτερος ή επίσκοπος ή ακόμα και απόστολος, είπε ποτέ αυτό που λένε οι σημερινοί ιερείς: « αν κάποιος αμαρτήσει ας μην απελπιστεί! Ας έρθει να μας βρει κι εμείς θα συγχωρήσουμε τις αμαρτίες του, επειδή ο Χριστός μας έδωκε την εξουσία να συγχωρούμε τις αμαρτίες των ανθρώπων ».
Ουδέποτε στην εποχή των αποστόλων δόθηκε παρόμοια πρόσκληση. Τουναντίον σε μα περίπτωση, ο απ. Πέτρος είπε σ΄έναν αμαρτωλό, στον Σίμωνα τον Μάγο, (Πράξ. 8/22) « Μετανόησον λοιπόν από της κακίας σου ταύτης και δεήθητι του Κυρίου ει άρα αφεθήσεται σοι η επίνοια της καρδίας σου ». Ο απόστολος, λοιπόν, δεν σύστησε στον Σίμωνα τον Μάγο να εξομολογηθεί σ΄αυτόν, αλλά στον Κύριο. Μήπως λησμόνησε στην περίπτωση εκείνη την εξουσία του να συγχωρεί αμαρτίες.
Η παραπάνω μελέτη αναδημοσιεύεται από το περιοδικό ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ, Τόμος Α΄, Αριθμός 2-3, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1979 – ΕΚΔΟΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ, με ευγενική άδεια του εκδότη του.