Dr.Χ. Μοσχίδη , Παιδιάτρου, Ιούνιος 1983
Κύριος παράγοντας ανάπτυξης και προόδου του ανθρώπου είναι η οικογένεια. Για πολλούς αιώνες η οικογένεια αποτελούσε συστατικό αυτονόητο του ανθρώπινου βίου. Το «σπιτικό» ήταν το κέντρο, όπου εύρισκαν ικανοποίηση, όχι μόνον οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου, τροφή, στέγαση, επικοινωνία κ. α., αλλά κι η τεκνογονία, η αγωγή των παιδιών, η ψυχαγωγία των μελών και τόσες άλλες. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Ο αιώνας μας και σε τούτο το βασικό τομέα της ζωής έφερε το «θαύμα» του.
Οι καινούργιες συνθήκες ζωής, τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα, οι αντιλήψεις που επικράτησαν, προκάλεσαν ριζική αλλαγή στη δομή, οργάνωση και λειτουργία της οικογένειας. Κι αυτή η αλλαγή δεν είναι προς το καλύτερο, μα αλλοίμονο(!) προς το χειρότερο. Τόσο, που από πολλούς σοβαρούς επιστήμονες, που μελετούν τα κοινωνικά και βιολογικά φαινόμενα, διατυπώνεται ο κίνδυνος ή τουλάχιστον η αμφιβολία για το μέλλον της οικογένειας και η ευχή να μη διαλυθεί αυτό το βασικό κύτταρο του κοινωνικού οργανισμού. Γιατί αν όλες τις άλλες προσφορές για θεραπεία των αναγκών μας μπορούμε να τις βρούμε σε άλλες δομές ή σχήματα ή μεθόδους, δεν διαθέτουμε καμιά μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που θα μπορούσε να την αντικαταστήσει στην ανατροφή και την αγωγή των παιδιών. Δεν υπάρχει τουλάχιστο για την τεράστια πλειονότητα των παιδιών, καλύτερο περιβάλλον για την ανάπτυξή τους, απ αυτό που μας προσφέρει η «πυρηνική οικογένεια» (άντρας + γυναίκα + παιδιά ως την ενηλικίωσή τους ή περίπου). Όχι μόνο θεωρητικά μα, πιο πολύ, πειραματικά- από κάθε λογής πειράματα, άλλα προγραμματισμένα κι άλλα τυχαία- προκύπτει ότι κανένα άλλο σχήμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερη δυνατή ανάπτυξη των ικανοτήτων των παιδιών- για τα πρώτα τουλάχιστο χρόνια της ζωής τους- ούτε να εγγυηθεί την ψυχική ευστάθεια και πνευματική υγεία τους, από την παραδοσιακή οικογένεια.
Αυτή όμως η οικογένεια τις τελευταίες δεκαετίες επιβιώνει όλο και πιο σπάνια. Αιτία είναι η βαθιά κρίση που περνάει και που γίνεται ολοένα πιο φανερή, όχι μόνο στις τεχνολογικά προχωρημένες χώρες της Δύσης, αλλά και στη δική μας, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η κρίση αυτή αποτελεί τη συνισταμένη πολλών καταστάσεων, συνθηκών και παραγόντων, που σαν ισχυρές κεντρόφυγες δυνάμεις επιδρούν πάνω στην οικογένεια και προκαλούν τη χαλάρωση ή και πλήρη αποσάθρωσή της. Φανερή απόληξη της τελευταίας είναι το διαζύγιο. Το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο. Επομένως αξίζει, πιστεύω, να προσφέρουμε στους φίλους- αναγνώστες μια συνοπτική θεώρησή του. Με την προσδοκία ότι θα προβληματιστούν και θα συμβάλλουν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, στην ενίσχυση του θεσμού του γάμου και κατ επέκταση της οικογένειας.
* * * Η διάλυση του δεσμού του γάμου, απ όποια άποψη κι αν τον αντικρύσουμε- θρησκευτική, νομική, φυσική ή ακόμα και ως απλή συμβίωση που καταλήγει σε τεκνοποιία- έχει, αναπόφευκτα, σοβαρές επιπτώσεις πάνω στους γονείς και στα παιδιά. Όσο κι αν επιχειρούν κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι κι εθνολόγοι να παρουσιάσουν το διαζύγιο ως προσπάθεια διευθέτησης της συζυγικής ή οικογενειακής δυσλειτουργίας, τούτο δεν είναι ούτε η τέλεια, ούτε η τελική διευθέτηση της κρίσης. Μπορεί, ίσως, για τους συζύγους ν αποτελεί τη λιγότερο κακή λύση, για τα παιδιά όμως
το διαζύγιο δεν οδηγεί παρά στην αλλαγή σκηνικού στο δράμα της όλης δυσλειτουργίας, που υποχρεώνονται να ζουν, χωρίς τα ίδια να ευθύνονται γι αυτό. Είναι ενδεχόμενο ακόμη, το διαζύγιο να επιδεινώσει την ήδη διαταραγμένη ψυχοπνευματική ισορροπία των παιδιών. Σπάνια γίνεται πηγή ανακούφισης γι αυτά. Αλλά τούτο παρατηρείται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει ανοικτή βία ανάμεσα στο ανδρόγυνο.
Είναι, παρόλα αυτά, αλήθεια πως τα παιδιά χρειάζονται και τους δύο γονείς, σ όλα τα στάδια της ψυχο-σωματικής τους εξέλιξης. Το παιδί έχει ανάγκη από μια σταθερή οικογενειακή ατμόσφαιρα, που να του εξασφαλίζει το πλαίσιο όπου θ αναπτυχτεί, θα πειραματιστεί και θα γνωρίσει τον γύρο του κόσμο. Η φυσική και ψυχολογική παρουσία των γονιών, ικανοποιεί τις ανάγκες του για στοργή, αγάπη, ασφάλεια και παραδοχή, στοιχεία απαραίτητα για την ομαλή ανάπτυξή του.
Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε πως μόνη η φυσική παρουσία των γονιών δεν αποτελεί υποχρεωτικά εγγύηση ψυχικής υγείας των παιδιών. Μπορεί οι γονείς να μην απουσιάζουν από το οικογενειακό περιβάλλον, όταν όμως οι σχέσεις μεταξύ τους είναι έντονα δυσαρμονικές, η παρουσία τους ισοδυναμεί για τα παιδιά με ψυχολογική αποστέρηση, που έχει διαπιστωθεί πως μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην ψυχική υγεία τους, όμοια μ εκείνη που φέρνει η τέλεια (φυσική) αποστέρηση του ενός ή και των δύο γονιών!
Πόσο συχνό είναι το διαζύγιο; Στις τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες το υψηλότερο δείκτη διαζυγίου έχουν οι Η.Π.Α. (ποσοστό 2,35%), ακολουθεί η Δυτική Γερμανία (ποσοστό 0,99%), Τρίτη έρχεται η Ιαπωνία και σε τέταρτη σειρά Αγγλία, Αυστραλία, Γαλλία, Ολλανδία.
Στη χώρα μας έχουμε ακόμα χαμηλό δείκτη διαζυγίου (ο,39%). Σύμφωνα με τα δεδομένα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας το 1978 αντιστοιχούσε σε 2.200 κατοίκους ένα διαζύγιο ή περίπου 1 σε 20 γάμους. Στις Η.Π.Α. αντιστοιχεί 1 διαζύγιο σε 4 γάμους. Ωστόσο και στον ελληνικό χώρο, παρατηρείται μικρή, σταθερή άνοδος του δείκτη διαζυγίου.
Στη δυσάρεστη τούτη αύξηση σημαντικά συμβάλλουν διάφοροι παράγοντες της σύγχρονης ζωής όπως:
1. Η συγκέντρωση πολλών ατόμων στις αστικές περιοχές.
2. Η ανομοιογένεια των πληθυσμών.
3. Η μεγάλη γεωγραφική κινητικότητα και η ευχέρεια επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους.
4. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών και η ουσιαστική συμμετοχή τους στην παραγωγή.
5. Ο περιορισμός των γεννήσεων, σε βαθμό μάλιστα πολύ επικίνδυνο σ ορισμένες χώρες, τόσο που να δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης για μερικές από αυτές.
Οι δύο τελευταίοι, ιδιαίτερα, παράγοντες φαίνεται πως μείωσαν αισθητά την οικονομική εξάρτηση της γυναίκας από τον άντρα, καθώς και την ψυχολογική εξάρτησή της από τον άντρα και τα παιδιά, την προσανατόλισαν προς άλλες (καινούργιες) επιδιώξεις και την απομάκρυναν από τους παραδοσιακούς ρόλους της. Πρέπει ακόμα να επισημάνουμε πως στην εύκολη λύση (διάλυση) του γάμου και την αναπόφευκτη αποσύνθεση της οικογένειας, συμβάλλουν καταλυτικά:
α)Το καινούργιο καθεστώς της μεγάλης ελευθερίας (πιο σωστά ασυδοσίας), που επικρατεί στις σχέσεις των δύο φύλων και οδηγεί οπωσδήποτε στη χαλάρωση του δεσμού μεταξύ των συζύγων.
β)Οι μεταβολές των αντιλήψεων σχετικά με το διαζύγιο, που έχουν σαν συνέπεια την άμβλυνση της κοινωνικής αποδοκιμασίας και το εύκολο και σχετικά γρήγορο ξεπέρασμα του ηθικού στίγματος που το συνοδεύει.
γ)Η έμφαση δίνεται σήμερα στην εγωιστική αγάπη και την προσωπική ικανοποίηση, με συνέπεια το άτομο να οδηγείται στην επιλογή του ή της συζύγου από κίνητρα καθαρά εγωιστικά ή, ακριβέστερα, σαρκικά. Ο εαυτός του/της να ικανοποιηθεί απόλυτα. Να παίρνει μόνο, χωρίς να παραχωρεί παρά ελάχιστα, είναι ο στόχος του. Φυσικά ένα τέτοιο αίσθημα δεν έχει καμιά σχέση με τη γνήσια αγάπη, που ξέρει όχι μόνο ν απαιτεί, αλλά και να δίνει η ίδια, ακόμα και να θυσιάζεται για χάρη του προσώπου που έχει επιλέξει να ναι σύντροφος της ζωής παντοτινός. Έτσι όταν, μετά το αρχικό αισθηματικό μεθύσι, γίνουν φανερά όλα τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα εκείνου ή εκείνης, γίνεται πειραματικά πια κατανοητοό9 πόσο επικίνδυνο είναι να στηρίζει κανείς τη μεγαλύτερη υπόθεση της ζωής του πάνω σε μια τόσο σαθρή βάση. Αλλά (φυσικά) τότε είναι πολύ αργά. Η διάψευση των προσδοκιών για προσωπική εγωιστική ικανοποίηση κι ευτυχία, μετά από ένα τέτοιο γάμο, γρήγορα φέρνει την απογοήτευση. Τα πρώτα σύννεφα στο μέχρι τότε αίθριο ουρανό του συζυγικού βίου δεν αργούν να εμφανιστούν. Η δυσαρμονία με τον καιρό επιτείνεται και η κρίση στις συζυγικές σχέσεις γίνεται ολοένα βαθύτερη, με δραματικές επιπτώσεις στη συνοχή της καινούργιας οικογένειας.
Στις αρχές του αιώνα μας η οικογένεια ήταν μάλλον εκτεταμένη και πολυλειτουργική. Η συζυγική δυσλειτουργία, όταν υπήρχε, δεν έπαιρνε διαστάσεις. Η πατριαρχική δομή και εξουσία δεν επέτρεπε διενέξεις ανάμεσα στους συζύγους, που στις πιο πολλές περιπτώσεις δεν είχαν επιλέξει ο ένας τον άλλο, ούτε είχαν επενδύσει πολλά και ούτε περίμεναν πολλά από το γάμο.
Η έμφαση δινόταν στην οικογένεια, που ιεραρχικά κατείχε την πρώτη θέση, ενώ τα συμφέροντα κι οι προσωπικές επιθυμίες των ατόμων έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Ήταν η εποχή του «φαμιλισμού». Αλλά και χρονικά περιθώρια για διενέξεις δεν υπήρχαν. Οι σύζυγοι ήταν επιφορτισμένοι με την τεκνοποιία, την ανατροφή κι εκπαίδευση των πολλών παιδιών τους. Παράλληλα φρόντιζαν για τη συντήρηση όλης της οικογένειας κι έπαιρναν μέριμνα για τους άρρωστους και τους ηλικιωμένους. Τα νοσοκομεία ήταν σχεδόν ανύπαρκτα ή σε πρωτόγονη κατάσταση. Για οίκους ευγηρίας δεν γινόταν καν λόγος.
Όλα τα προηγούμενα ύφαιναν ένα πλέγμα παραγόντων αποτρεπτικών του διαζυγίου. Σήμερα οι παράγοντες αυτοί έχουν ατονήσει. Η πατρική εξουσία είναι ανύπαρκτη, τα παιδιά λιγόστεψαν, ευκολίες για την ανατροφή τους υπάρχουν πολλές, η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν αποτελεί πια σοβαρό πρόβλημα. Η ιεράρχηση των αξιών άλλαξε. Ο «ατομικισμός» πήρε τη θέση του «φαμιλισμού». Τα νεαρά ζευγάρια αποθέτουν την πραγμάτωση όλων των επιδιώξεών τους στο γάμο, που τον χαρακτηρίζουν ως «επιτυχημένο» ή όχι, ανάλογα με την εκπλήρωση ή μη των προσδοκιών τους. Κι αυτές καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα: από τις δικαιολογημένες ανάγκες για αναγνώριση της αξίας τους, σιγουριά, αγάπη
ως τις παράλογες απαιτήσεις για απόκτηση αμέτρητων αγαθών. Κι όταν, όπως είναι μοιραίο, δεν εκπληρώνονται όλες αυτές οι ανάγκες (χρήσιμες και άχρηστες- μάταιες), ή όταν εντείνεται ο άγχος που συνοδεύει το κυνηγητό τους, έρχεται η κρίση, που οδηγεί αναπόφευκτα στην οικογενειακή δυσαρμονία και δυσλειτουργία, με συνέπειες καταστροφικές για γονείς και παιδιά.
* * * Πριν από μισό (πάνω- κάτω) αιώνα στο διαζύγιο έφταναν, αποκλειστικά σχεδόν, άτεκνα ζευγάρια. Στις μέρες μας αυτό δεν ισχύει. Ο αριθμός των παιδιών που προσβάλλονται από την «αρρώστια του διαζυγίου» ολοένα αυξάνει. Στη Γαλλία, λόγου χάρη, υπολογίζονται σε 70.000 περίπου το χρόνο, ενώ ο συνολικός αριθμός τους, στη χώρα τούτη, ξεπερνά το ένα εκατομμύριο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι περιπτώσεις ουσιαστικά διαλυμένων γάμων, που όμως δεν φτάνουν ως το επίσημο διαζύγιο. Παράλληλα μ αυτούς τους αριθμούς (γνωστούς ή άγνωστους- αδιάφορο), πολλαπλασιάζονται κι οι πιθανότητες διαταραγμένης παιδικής κοινωνικής συμπεριφοράς.
Δεν υποστηρίζουμε βέβαια πως κάθε παιδί χωρισμένων ή γονιών με ψυχική διάσταση (ψυχολογικό διαζύγιο), καταντά μοιραία να γίνεται νευρωτικό, έχει όμως τούτο πολύ περισσότερες πιθανότητες ν αναπτύξει ψυχοπαθολογική συμπεριφορά, παρά εκείνο που ζει σε «άθικτη» – φυσιολογική- οικογένεια.
Συστηματικές παρατηρήσεις και έρευνες σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, αποκάλυψαν, ότι παιδιά που μειονεκτούσαν απέναντι στα συνομήλικά τους, έδειχναν κακή επίδοση στα μαθήματα, παρουσίαζαν χαμηλό ηθικό επίπεδο, είχαν ροπές προς την ψευδολογία, την κλεψιά, ή έδειχναν καταστροφική δραστηριότητα κ. α. Ζούσαν εννιά φορές στις δέκα κάτω από δυσαρμονικές, ταραγμένες, ανώμαλες γενικά, οικογενειακές συνθήκες.
Οι σύγχρονες τάσεις της Παιδοψυχιατρικής συγκλίνουν στην αντίληψη πως η παιδική ψυχοσύνθεση διαμορφώνεται «κατά μίμηση» ή «κατ αντίδραση». Το παιδί, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, είναι αντίγραφο των γονιών του- του πατέρα το αγόρι, της μητέρας το κορίτσι. Είναι το φαινόμενο της «ταυτοποίησης» κι αφορά όλες τις πλευρές της ψυχοσωματικής συγκρότησης του νέου ατόμου. Γι αυτό το λόγο είναι εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος που παίζουν οι γονείς στην όλη διεργασία της ταυτοποίησης των παιδιών τους.
Ένα αγόρι, λόγου χάρη, αγαπάει τον πατέρα του και θέλει να τον μιμηθεί, ταυτόχρονα όμως τον μισεί, επειδή είναι εχθρικός απέναντι στη μητέρα του (που το παιδί επίσης αγαπάει) και δεν της φέρεται καλά. Τότε συμπλέκονται μέσα του δύο αλληλοσυγκρουόμενα ισχυρά συναισθήματα- η αγάπη και το μίσος. Η συμπλοκή αυτή δεν επιτρέπει στη προσωπικότητα του παιδιού ν αναπτυχτεί ομαλά.
Έτσι το θύμα των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων στρέφεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, επειδή διαπιστώνει πως αυτοί που ως τότε θεωρούσε υποδείγματα, δεν στέκονται στο ύψος που η συνείδησή του τους είχε τοποθετήσει. Προσπαθεί, λοιπόν, το ίδιο να γίνει κάτι διαφορετικό. Και χωρίς κανένα προσανατολισμό πια, έρμαιο των διαφόρων τάσεων και ροπών που το κυριαρχούν κι ανάλογα με το ποιόν εκείνων (των τάσεων) που τελικά θα επικρατήσουν μέσα του, καταντά ένα βίαιο, αντικοινωνικό πλάσμα ή γίνεται εξαιρετικά δειλό, κλείνεται στον εαυτό του (εσωστρέφεια) κι απομονώνεται από το περιβάλλον, με πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στην παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Έχει εξ άλλου παρατηρηθεί πως η έλλειψη στοργής, αγάπης, τρυφερότητας, στα πρώτα ιδιαίτερα χρόνια της ζωή, διεγείρει, καλλιεργεί κι ενισχύει στο παιδί τη ροπή της επιθετικότητας, που πιστεύεται πως υπάρχει έμφυτη στην ψυχή του. Αποτέλεσμα: το παιδί τούτο εκδηλώνει πρώιμα βίαιη συμπεριφορά. Κι αν αργότερα συντρέξουν κι άλλοι, «υποβοηθητικοί» παράγοντες, είναι πολύ πιθανό (ή και δυνατό) να διαμορφώσει ένα καθαρά εγκληματικό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με μια καινούργια θεωρία, η εγκληματική πράξη μπορεί να ερμηνευτεί και σαν απόπειρα του ατόμου να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους. Ο δράστης προσπαθεί με τη βίαιη ενέργειά του να στρέψει πάνω του την προσοχή της κοινωνίας- προσοχή που την έχει ανάγκη, που όμως του την αρνήθηκαν (ή και αρνούνται) όλοι οι γύρω του, ακόμη από τον καιρό που ήταν μικρό παιδί(!)
Υποστηρίζεται τέλος, πως τα ψυχικά τραύματα των «παιδιών του διαζυγίου» οφείλονται στο γεγονός ότι οι γονείς ή οι μεγάλοι γενικά, τους αποστερούν τη λογική και θεμιτή ευτυχία που δικαιούνται- ευτυχία όμως που «απολαμβάνουν» και χαίρονται όλα τα άλλα συνομήλικά τους. Αυτή η «αδικία», που αργά ή γρήγορα τη διαπιστώνουν τα παιδιά, γεμίζει (δικαιολογημένα) τις ψυχές τους με αμέτρητη πικρία.
Όλα τα προηγούμενα δίνουν το μέτρο της φθοράς, που προκαλεί στην παιδική ψυχή και κατ επέκταση στην προσωπικότητα του αυριανού ανθρώπου, η διαβίωσή του σ ένα δυσαρμονικό οικογενειακό περιβάλλον. Πριν αρχίσουν λοιπόν οι γονείς ν αντιδικούν μεταξύ τους, ή πιο σωστά, πριν ακόμα σκεφτούν να κάνουν έκδηλες τις ασυμφωνίες τους, πρέπει σοβαρά ν αναλογιστούν ότι τα παιδιά υποφέρουν αφάνταστα όταν διαπιστώνουν πως οι γονείς που είναι τα πιο αγαπητά τους πρόσωπο στον κόσμο τούτο- δεν είναι σε θέση να ομονοήσουν ή, στο κάτω- κάτω, να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους . Είναι αλήθεια πως οι ενήλικοι δεν μπορούμε να συλλάβουμε το πραγματικό μέγεθος του κακού, που προκαλούν στην παιδική ψυχή οι αλληλοκατηγορίες, οι βλασφημίες, οι προσωπικές ύβρεις κι όλο το ατέλειωτο κατεβατό των διαφόρων «κοσμητικών» επιθέτων , που ο ένας γονιός εκτοξεύει κατά του άλλου, ενώ τα παιδιά τους είναι παρόντα (και τούτο έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα).
Είναι ανάγκη οι γονείς να καταλάβουν πως, και αν ακόμα η κρίση στις συζυγικές τους σχέσεις δεν επιδέχεται «διευθέτηση» άλλη, παρά μόνον εκείνη του διαζυγίου, μπορούν και πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα minimum ομαλών συνθηκών ζωής στα παιδιά τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να καταλάβουν πως το πιο σημαντικό απ όλα είναι να μη κατηγορεί ο ένας τον άλλο στο παιδί, ούτε (το χειρότερο) να επιχειρεί να μεταδώσει στο παιδί την προσωπική εχθρότητά του κατά του «αντίδικου» συζύγου(!)
Όταν το παιδί αφήνεται έξω απ αυτή τη διαμάχη, αποφεύγει πρόσθετα οδυνηρά βιώματα που, όταν τα ζει, επηρεάζουν ακόμη δυσμενέστερα την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Είναι τέλος, απόλυτα αδικαιολόγητη η στάση που πολλοί και πολλές σύζυγοι και γονείς παίρνουν, καταφεύγοντας με ελαφριά καρδιά και χωρίς ίχνος διάθεσης συμβιβασμού, στο διαζύγιο. Δεν θα ήταν άσκοπο να σημειώσουμε πως η στάση αυτή, στις μέρες μας, υποθάλπεται ή ίσως κι ενισχύεται από την τάση που κυριαρχεί σε πολλές χώρες ν απλοποιούνται οι διαδικασίες τους διαζυγίου.
Ποιος όμως ή ποιοι υπεύθυνοι παράγοντες της Πολιτείας θα μπορούσαν να εκτιμήσουν σωστά, σ όλο το μέγεθος και τη βαρύτητά τους, τις συνέπειες της εύκολης διάλυσης του γάμου στα παιδιά; Συνέπειες δραματικές που συνθέτουν ένα από τα οξύτερα κοινωνικά προβλήματα του καιρού μας; Ένα απλό μέτρο της κρισιμότητάς του, μας δίνει η διαπίστωση πως, «όλο και πιο πολλά απ αυτά τα παιδιά διεκδικούν την πρωτοπορία στην εγκληματικότητα».
Ύστερα απ όσα έχουν εκτεθεί, γίνεται εύκολα κατανοητό πως το πρόβλημα χρειάζεται ριζική και επείγουσα λύση. Αλλά, θα παρατηρήσει ίσως κάποιος, με την ανατροπή της από αιώνες παραδεκτής κλίμακας ηθικών αξιών, τη φθορά των θεσμών, το ξεθώριασμα των ιδανικών, την έλλειψη ηθικής ευαισθησίας, που κυριαρχούν ,την κατάργηση των προσχημάτων και της αιδημοσύνης στη διάπραξη της αμαρτίας από τον άνθρωπο του καιρού μας, ποιος θα τολμούσε να μιλήσει για ριζική θεραπεία σ ένα τόσο λεπτό θέμα; Σωστή είναι η παρατήρηση. Το κακό έχει πάρα πολύ προχωρήσει και δεν βλέπω να υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα βελτίωσης, με τα κάθε λογής μέτρα που παίρνονται ή θα παρθούν στο άμεσο μέλλον. Γιατί, πραγματικά αποτελεσματική θεραπεία, δεν μπορεί να προκύψει ούτε με τη βελτίωση των όρων ζωής, ούτε με τη διδασκαλία, πληροφόρηση, ενημέρωση- μόρφωση ή εξύψωση της πολιτιστικής στάθμης των ανθρώπων, με κανένα γενικά- μέτρο που στοχεύει στο να γίνει ο άνθρωπος πιο καλός, πιο ευγενικός, πιο «φιλάνθρωπος» ή ν αλλάξει αντιλήψεις για το αγαθό, το δίκαιο, την αρετή κ.α. Η ωμή πραγματικότητα διαψεύδει κάθε προσδοκία όλων εκείνων που σκέφτονται, κρίνουν κι ενεργούν χωρίς το πνευματικό φως του Λόγου του θεού, του μόνο αρμόδιου να μας κατευθύνει στη σωστή και ριζική λύση.
Θα ρωτήσετε όμως: «Υπάρχει στ αλήθεια τέτοια λύση;»
Ναι! Υπάρχει κι είναι η πνευματική αναγέννηση της ψυχής, που ο Χριστός πραγματοποιεί με τη δύναμή Του.
Αν ο άνθρωπος δεν αναγεννηθεί πνευματικά, αν δεν αποκτήσει καινούργια ζωή, που να την κυβερνά ο Χριστός, δεν πρόκειται να έρθει καμιά ουσιαστική βελτίωση στη συμπεριφορά του. Ο φυσικός άνθρωπος μοιάζει με το άγριο δένδρο, που παράγει αναγκαστικά από τη φύση του- πικρούς, άχρηστους όχι μόνον- αλλά και βλαβερούς καρπούς. Όσο κι αν το περιποιηθείς εξωτερικά δεν μπορεί ποτέ ν αλλάξει. Μονάχα όταν το μπολιάσει μ ένα ήμερο, εκλεκτό μπόλι, έχεις λόγους σοβαρούς να περιμένεις γλυκούς, εύχυμους, ωραίους καρπούς. Και δικαιώνεσαι πραγματικά τον καιρό της καρποφορίας. Με ανάλογο τρόπο κα κάθε ανθρώπου η καρδιά, ειδικά του ή της συζύγου και γονιού, έχει ανάγκη να δεχτεί την επέμβαση του Χριστού. Να πάρει το πνεύμα Του. Να μπολιαστεί με τη ζωή Του. Να πληρωθεί με τη χάρη και την αλήθεια Του! Τότε μόνο μπορεί να παράγει καθημερινά, ωραίους πνευματικούς καρπούς αγάπης, αρετής- με την πλατιά έννοια του όρου-, αληθινής «ανθρωπιάς»!