«Κι ενώ αυτός απολογείτο αυτά, ο Φήστος με δυνατή φωνή είπε: Παραφρονείς, Παύλο˙ τα πολλά γράμματα σε παρασύρουν σε παραφροσύνη.
Κι εκείνος είπε: Δεν παραφρονώ, εξοχότατε Φήστο, αλλά προφέρω λόγια αλήθειας και νου υγιαίνοντα. Ο βασιλιάς, βέβαια, στον οποίο και μιλώ με θάρρος, γνωρίζει καλά γι αυτά˙ επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε απ αυτά δεν του διαφεύγει˙ για τον λόγο ότι, αυτό δεν έχει γίνει σε μια γωνιά. Βασιλιά Αγρίππα, πιστεύεις στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις.
Και ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: Παραλίγο με πείθεις να γίνω Χριστιανός.
Και ο Παύλος είπε: Θα το ευχόμουν στον Θεό, όχι μονάχα εσύ, αλλά και όλοι αυτοί που με ακούν σήμερα να γίνουν, και παρά λίγο και παρά πολύ, τέτοιοι, όπως είμαι κι εγώ, εκτός βέβαια από τούτα τα δεσμά.»
Αλυσοδεμένος αλλά ευτυχισμένος
Η παραπάνω αφήγηση μας μεταφέρει σε μία αίθουσα δικαστηρίου. Στη συνεδρίαση προεδρεύουν ο ρωμαίος κυβερνήτης και ο τοπικός βασιλιάς. Στο ειδώλιο του κατηγορούμενου κάθεται ένας μικρόσωμος Ιουδαίος. Τα χέρια του είναι δεμένα με αλυσίδες. Τι έγκλημα έκαμε; Πίστεψε και μίλησε. Κήρυξε σε μεγάλους και σε μικρούς, σε άτομα και σε πλήθη, ότι ο Ιησούς που πέθανε στο Σταυρό, είναι τώρα ζωντανός και αναστημένος. Αυτά τα αλυσοδεμένα χέρια είναι τα ίδια που είχαν γράψει τα αθάνατα αριστουργήματα που εμείς οι κατοπινοί ξέρουμε σαν τις επιστολές προς τους Θεσσαλονικείς, προς τους Γαλάτας, προς τους Κορινθίους, προς τους Ρωμαίους.
Καημένη ανθρώπινη δικαιοσύνη! Με τι συνείδηση όρισες μια τέτοια αντιστροφή ρόλων! Η άγνοια στο πρόσωπο του Φήστου και η ενοχή στο πρόσωπο του Αγρίππα- καμαρώνουν καθισμένες στις έδρες τους με τα διακριτικά παράσημα της εξουσίας και της αρετής, ενώ απέναντί τους η αληθινή σοφία – στο πρόσωπο του Παύλου- κάθεται στο εδώλιο, περιφρονημένη κι αλυσοδεμένη.
Ο πρώτος, ο πιο αμαθής από τους τρεις, ο δεύτερος, ο πιο ένοχος από τους τρεις, ο τρίτος, ο πιο ευτυχισμένος από τους τρεις. Αυτοί οι χαρακτήρες θα μας απασχολήσουν.
Ο Φήστος
’νθρωπος άριστα μελετημένος, πεπειραμένος κι ευφυής, όμως τελείως αμαθής στα θέματα τα ουσιαστικά, που θα έπρεπε να τα γνωρίζει. Τέτοιος μας φαίνεται ο ένας από τους τρεις, ο Ρωμαίος διοικητής Φήστος. Πράγματι, ήταν μελετημένος κι έξυπνος. Στα νομικά ζητήματα, δηλαδή στον τομέα του επαγγέλματος του, άριστα καταρτισμένος. Κατείχε το Ρωμαϊκό Δίκαιο όσο κανείς άλλος. Σε μια στιγμή ερμηνεύοντας τον σχετικό νόμο είπε: «Δεν είναι συνήθεια των Ρωμαίων να παραδίδουν κάποιον προτού ο κατηγορούμενος αντιμετωπίσει τις κατηγορίες του και λάβει την ευκαιρία να απολογηθεί για τις κατηγορίες του» (Πράξεις 25/13).
Επίσης, από την αρχή ακόμα της δίκης βρήκε ότι ο φάκελος των ανακρίσεων δεν ήταν πλήρης. «Κρίνω ότι είναι παράλογο το να στείλω ένα φυλακισμένο δίχως ν΄ αναφέρω τις ειδικές εναντίον του κατηγορίες» (25/27). Κατόπι, στην πορεία της ακρόασης, διέκρινε με ετοιμότητα ότι το κύριο σημείο που προκαλούσε τις διαμάχες μεταξύ των Ιουδαίων και των Χριστιανών, ήταν το ίδιο σημείο πού μέχρι σήμερα προκαλεί ατέλειωτες συζητήσεις και διαμάχες μεταξύ των οπαδών του Χριστού και των εχθρών του: Αν, δηλαδή, ο Ιησούς είναι νεκρός ή ζωντανός.
Όμως αυτόν τον άριστα μελετημένο και ευφυή άνθρωπο, τον Φήστο, άν τον τοποθετήσουμε μέσα στο πλαίσιο των πραγμάτων του Θεού και συγκεκριμένα μπροστά στη Χριστιανική θρησκεία, στα ιστορικά δεδομένα της και τις πνευματικές αλήθειες της, αν τον τοποθετήσουμε σ΄ αυτό το πλαίσιο, αμέσως θα διαπιστώσουμε πως έχουμε μπροστά μας ένα άνθρωπο αγενή, αμαθή και ασυλλόγιστο. Και να η απόδειξη. Ενώ άκουε για αρκετή ώρα και με μεγάλη υπομονή τον απόστολο Παύλο να απολογείται, τη στιγμή που χτύπησε τ΄ αυτιά του ο λόγος «Ανάσταση νεκρών» ξαφνικά πετάχτηκε και φώναξε δυνατά στον κατηγορούμενο: «Έχασες τα μυαλά σου, Παύλε η μεγάλη σου μόρφωση σε οδηγεί στην τρέλα»(26/24).
Φτωχή αντίληψη φτωχή διάνοια ανθρώπου που ζει στο κλουβί της καθημερινής ρουτίνας και κινείται νύχτα μέρα στα πράγματα του υλισμού και της φιλοδοξίας. Ο άνθρωπος αυτός μόλις άκουσε μια αλήθεια που ανήκει στις αιώνιες πραγματικότητες, αμέσως ερεθίστηκε και αναστατώθηκε! Δεν θα έκανε το ίδιο σε άλλη περίπτωση. Στη κοινωνική του ζωή λ.χ. ο Φήστος σαν ευφυής και πολιτισμένος άνθρωπος, σκεφτόταν καλά τι θα έλεγε ή τι θα έκανε.
Αλλά τώρα που άκουσε τον κατηγορούμενο να μιλάει για «ανάσταση νεκρών» ο Φήστος αμέσως έχασε και την ευγένεια του και την υπομονή του. Έγινε άλλος άνθρωπος.
Ακόμα και λόγια ηθικής αν άκουε δεν θα τάραζαν την ατμόσφαιρα της συζήτησης, επειδή τα ηθικά λόγια δεν βλάπτουν κανένα. Τουναντίον, πάνω στη συζήτηση, ορισμένες θρησκευτικές γνώμες είναι ευπρόσδεκτες, αρκεί να συμφωνούν με την αντίληψη του πολύ κόσμου. ’ν λ.χ κάποιος μιλήσει για την επίγεια ζωή του Χριστού ή για την αγάπη Του, ή για την φιλανθρωπία Του, ή για την υπέροχη αρετή Του, ή για τις υψηλές διδασκαλίες Του, θα βρει έτοιμο ακροατήριο, να τον ακούει, χωρίς διακοπή.
Όμως, αν το θέμα επεκταθεί στις ουράνιες αλήθειες που δημιουργούν στον αμαρτωλό μεγάλα και δύσκολα ερωτήματα, ερωτήματα που εισχωρούν μέχρι τις ρίζες της καρδιάς και της θέλησης, τότε τα πράγματα θ΄ αλλάξουν! Με άλλα λόγια: Μη προσπαθήσεις πάνω στη συζήτηση ν΄ αποδείξεις ότι ο Υιός του Θεού ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο σωτήρας των αμαρτωλών ότι στο τάφο του Ιησού Χριστού σημειώθηκε η πρώτη νίκη εναντίον του θανάτου ότι ο Αναστημένος Κύριος θα ξανάρθει για να πάρει την αληθινή του Εκκλησία. Μην αναφέρεις τέτοια πράγματα, επειδή αμέσως η συζήτηση θα διακοπεί με ειρωνείες και διαμαρτυρίες. «Αυτά είναι θέματα για τους θεολόγους » θα πει ο ένας «ωραία παραμύθια για παιδιά» θα πει ο άλλος «άχρηστα πράγματα κι ανοησίες» θα πει ο τρίτος.
Στους σημερινούς Φήστους που είναι κι αυτοί άνθρωποι ευγενείς και πολυδιαβασμένοι και που δέχονται μόνον τον θάνατο του Ιησού Χριστού, αλλά όχι και την Ανάσταση Του, σ΄ αυτούς πάντοτε έτοιμοι ν΄ ακούνε « όμορφα ηθικά διδάγματα» της ζωής του Χριστού, αλλά όχι και τις σωτήριες αλήθειες, για τον θάνατο και την ανάστασή Του, σ΄ αυτούς έχουμε να απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο που και ο Παύλος απάντησε στον Φήστο: «Όχι, φίλοι μας, δεν παραλογιζόμαστε: δεν πιστεύουμε σε παραμύθια και σε ανοησίες αλλά πιστεύουμε και ομολογούμε πράγματα που τα ομολόγησαν αναγνωρισμένες ιδιοφυΐες, καθώς και πολλά από τα δυνατότερα πνεύματα που πέρασαν από τη σκηνή της ανθρωπότητας˙ πιστεύουμε και ομολογούμε πράγματα που έγιναν η χαρά και η δύναμη των μεγαλυτέρων αγίων που έζησαν πάνω στον πλανήτη μας˙ πράγματα που για 20 αιώνες τώρα, έχουν ξεριζώσει από την απελπισία και την ασωτία χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις˙ πιστεύουμε και ομολογούμε αλήθειες που έχουν μεταβάλει τον φόβο και τον τρόμο του ετοιμοθάνατου, σε κραυγές δοξασμένης ελπίδας και θριάμβου».
Ο Αγρίππας
Θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε κάπως τον Φήστο, για την περιορισμένη του γνώση στα πράγματα του Θεού, επειδή σαν Ρωμαίος ειδωλολάτρης μεγάλωσε μακριά από τις Γραφές. Αυτά που γνώριζε σχετικά με το Ευαγγέλιο, ήταν ότι άκουσε από το στόμα του Παύλου, κατά την πορεία της δικαστικής ακρόασης.
Να, όμως δίπλα του ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε συχνή επαφή με την θρησκεία και με τις διδασκαλίες του Ισραήλ. Αυτός γνώριζε τις Γραφές πίστευε πως στα κηρύγματα τους οι προφήτες μίλησαν για ένα μέλλον χάρης και σωτηρίας, μάλιστα έφτασε μέχρι στο σημείο να δέχεται πως τα προφητικά οράματα θα πραγματο-ποιούνταν στο πρόσωπο του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Μαζί με όλα αυτά βλέποντας και πόσο ζωντανή ήταν στο πρόσωπο του Παύλου η απόδειξη αυτών των μεγάλων αληθειών εντυπωσιάστηκε. «Παρ ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός», απάντησε ο βασιλιάς Αγρίππας στον Απόστολο, όταν αυτός τον είχε ρωτήσει «Πιστεύεις στις Γραφές; Γνωρίζω ότι πιστεύεις». Ιδού λοιπόν, ο «παρ΄ ολίγον χριστιανός» Αγρίππας. Έχει τη γνώση, έχει τις παραδόσεις, έχει τα καλά παραδείγματα, έχει τη διάθεση να πεισθεί τα έχει όλα, εκτός από ένα.
Αν το ευαγγέλιο ήταν μια όμορφη ιστορία ή κάποιο σύστημα δογμάτων ο Αγρίππας δεν θα είχε καμία δυσκολία να το δεχθεί αμέσως. Αλλά το ευαγγέλιο αρχίζει με τα λόγια: «Μετανοείτε. Διορθώστε τη ζωή σας». Κι αυτό κρατούσε πίσω τον Αγρίππα. Ήθελε να πιστέψει, αλλά όχι και να διορθώσει τη ζωή του. Μεταξύ του Αγρίππα και του Χριστού δεν υπάρχει παρά ένα εμπόδιο. Είναι ένα σαρκικό πάθος, ένας ένοχος έρωτας. Είναι η φιλενάδα του η Βερνίκη, που κάθεται δίπλα του … Έτσι ο φίλος μας ο «παρ΄ ολίγον χριστιανός» είναι ο πιο ένοχος από τους τρεις.
Πολλοί είναι πεσμένοι στην ίδια παγίδα του βασιλιά Αγρίππα. Σε κάποια στιγμή της ζωής τους άκουσαν τον λόγο της Σωτηρίας με τέτοια δύναμη, με τέτοια ευγλωττία με τόσον εντυπωσιακές παραστάσεις ώστε έφτασαν στο σημείο να πουν κι αυτοί το «παρ΄ ολίγον με πείθεις». Ένα μονάχα βήμα τους απόμενε μια τελευταία απόφαση: Να κομματιάσουν το τελευταίο τους είδωλο, το μόνο κρυφό τους εμπόδιο που τους χώριζε από τον Θεό. Κι εδώ σταμάτησαν και είπαν στην Αλήθεια τα ίδια που είπε και ο Φήλιξ στον Παύλο: «Στο μέλλον θα τα ξαναπούμε θα δοθεί κι άλλη ευκαιρία όταν το βήμα που θα κάνω θα μου στοιχίσει λιγότερο».
Έτσι, αυτοί οι «παρ΄ ολίγον χριστιανοί» μοιάζουν με τους ταξιδιώτες που έχασαν το τραίνο για ένα δευτερόλεπτο και γι΄ αυτό το λίγο έχασαν τα πάντα.
Πόσο αξιοθρήνητη ύπαρξη αυτός ο βασιλιάς, ο Αγρίππας! Η συνείδηση του τον έσπρωχνε να υπακούσει στη φωνή του Θεού και συνάμα μια άλλη φωνή του ψιθύριζε «περίμενε». Οι σκέψεις του κονταροχτυπιόταν με τα συναισθήματα του, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ο Αγρίππας είναι ο πλέον ένοχος επειδή γνώριζε ότι αμαρτάνει. Και ο δούλος που γνωρίζει το θέλημα του Θεού και δεν το κάνει «δαρήσεται πολλάς»(Λουκ. 12/47).
Ο Παύλος.
Ας μιλήσουμε τώρα και για τον κατηγορούμενο.
Ο απόστολος Παύλος είχε πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν θα τα ζήλευε όμως είχε και άλλα που πολύ θα τα ζηλεύαμε:
Τη φτώχεια του λ.χ. στα υλικά αγαθά. Είχε περιουσία; Όχι. Εκτός από τις έκτακτες βοήθειες που οι εκκλησίες του πρόσφεραν για να συμπληρώσουν το φτωχό του μεροκάματο, άλλο περιουσιακό στοιχείο δεν είχε! «ως φτωχοί πολλούς όμως πλουτίζοντας ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες», έγραψε στους Κορινθίους.
Είχε κοινωνικά προνόμια και τιμές; Όχι. Ούτε είχε τέτοιες τιμές αλλ΄ούτε και τις επεζήτησε.
Ο μόνος σκοπός της ζωής του ήταν να τιμήσει τον Χριστό, ποτέ τον εαυτό του. Έγραψε στους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι για χάρη του Χριστού «εγίναμε σαν περικαθάρματα του κόσμου, και σκύβαλον πάντων» (Α΄Κορ. 4/13).
Είχε υγεία; Όχι. Ο απόστολος βασανιζόταν από μια πάθηση σε βαθμό που γινόταν αντικείμενο συμπάθειας. Ήταν «σκόλοπας στη σάρκα, άγγελος Σατάν, δια μα μη υπεραίρομαι» (Β΄Κορινθ. 12/7).
Απολάμβανε, τουλάχιστον, τον σεβασμό που του άξιζε από τις τοπικές Εκκλησίες που ο ίδιος θεμελίωσε και οικοδόμησε; Όχι. Οι χριστιανοί Κορίνθιοι αμφισβήτησαν την αποστολική εξουσία του, περιφρόνησαν το πρόσωπό του και δυσφήμισαν το έργο του.
Αλλά και οι τριγύρω του συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. Παντού η ίδια κατάσταση μια κατάσταση στενοχώριας και δακρύων. Οι Ιουδαίοι συμπατριώτες του που τόσο τους αγαπούσε, σαν πατριώτης και χριστιανός, συνεχώς τον πότιζαν φαρμάκι. Ας αφήσουμε το ότι η φροντίδα του για τις εκκλησίες τον κατάτρωγε μέρα και νύχτα, προστατεύοντας τη διδασκαλία του Ευαγγελίου είτε από τα στοιχεία του Ιουδαϊσμού, είτε από τα απατηλά σοφίσματα της ανθρώπινης φιλοσοφίας.
Σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά τώρα τον βλέπουμε φυλακισμένο στη Ρώμη να ετοιμάζεται για να πιει το τελευταίο ποτήρι του˙το ποτήρι του μαρτυρικού θανάτου του.
Κι όμως! Πόσο παράξενο αλλά και καταπληκτικό εκ μέρους του. Σ΄αυτή την ανθρωπίνως τρισάθλια κατάσταση που βρισκόταν ο Παύλος να πει στον βασιλιά που στεκόταν αντίκρυ του: «θα ευχόμουνα να ήσουν καθώς κι εγώ». Μερικά χρόνια αργότερα έγραψε από την σκοτεινή φυλακή της Ρώμης στους χριστιανούς των Φιλίππων: «Πάντοτε να χαίρετε».
Από πού άραγε πήγαζε αυτή η πλούσια χαρά που γέμιζε την ψυχή του Παύλου, ακόμα και μέσα στους πλέον σκληρούς αγώνες του: Από που ανάβλυζε αυτή η εσωτερική του αγαλλίαση που τη ζηλεύει ο καθένας; Αυτή η χαρά και η αγαλλίαση ανάβλυζε πρώτα από τη συγνώμη που είχε πάρει από τον Θεό. Οι αλυσίδες που έδεναν τη στιγμή εκείνη τα χέρια του δεν συγκρίνονταν μπροστά στις αλυσίδες των εντολών του Μωσαϊκού Νόμου που άλλοτε κρατούσαν δεμένη την ψυχή του. Αυτές τις τυραννικές αλυσίδες τις κατάκοψε η χάρη του Θεού. Ο Παύλος είχε λυτρωθεί. Τώρα βρισκόταν ασφαλισμένος και συγχωρημένος στην αγκαλιά του Θεού. Αυτό για το παρόν. Όσο για το μέλλον, γνώριζε και πίστευε ότι είναι κληρονόμος του Θεού και συγκληρονόμος του Ιησού Χριστού. Και να με ποια λόγια αυτή η εσωτερική αγαλλίαση ξεχείλισε την καρδιά του: «ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχές, ούτε δυνάμεις, ούτε παρόντα, ούτε μέλλοντα…. θα μας χωρίσουν ποτέ από την αγάπη του Θεού την εν Χριστώ Ιησού».
Η δεύτερη πηγή χαράς του απόστολου ήταν η καρποφορία του πνευματικού του έργου. Πόση εργασία! Πόσοι κίνδυνοι! Πόσες θεμελιωμένες και οικοδομημένες εκκλησίες! Πόσο πλούσια η σπορά στο απέραντο χωράφι του Θεού! Πόσες λυτρωμένες ψυχές! Πόσες θαυμάσιες οι κατακτήσεις του Ευαγγελίου, κατακτήσεις αφανείς στα μάτια του κόσμου, όμως άφθαρτες και αιώνιες στη σφαίρα του Πνεύματος.
Με ποια αγαλλίαση ο Κύριος Ιησούς είπε στον Πατέρα, «Το έργο που μου έδωσες να κάμω, το τελείωσα». Και με πόση ικανοποίηση έγραφε ο Παύλος στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, «το δρόμο ετελείωσα». Πόσο βαθιά, πόσο χορταστική, πόσο πλούσια ικανοποίηση!
Η τρίτη πηγή χαράς του Παύλου ήταν το ότι γνώριζε κι αισθανόταν πως εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στη θέση όπου ο Θεός τον ήθελε να βρίσκεται. Ο αληθινός χριστιανός που έχει συνείδηση της αποστολής του και του έργου του εδώ στη ζωή, είτε σε μια καλύβα βρίσκεται ή σε παλάτι είτε στο ειδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται ή σε βασιλικό θρόνο˙ είτε απλός εργάτης είναι ή επιστήμονας˙ είτε στο χωριό του εργάζεται ή στα πέρατα του κόσμου, αυτό δεν έχει σημασία καμία. Σημασία έχει το να βρίσκεται στη θέση που ο Θεός τον θέλει και να κάνει το έργο που Αυτός του έχει προετοιμάσει. Έξω από αυτή τη θέση κι αυτό το έργο, δεν υπάρχει παρά ανησυχία, απαισιοδοξία και αποτυχία.
Να, λοιπόν ακόμα μια φορά οι τρεις πηγές που ξέχυναν τα νερά της χαράς μέσα στην ψυχή του απ. Παύλου:
Ήταν σεσωσμένος για το παρόν αλλά και για το μέλλον.
Εργαζόταν στο χωράφι του Θεού για τη δόξα του Θεού.
Τέλος βρισκόταν στη θέση που ο Θεός τον ήθελε να βρίσκεται κάνοντας το έργο που είχε προετοιμάσει ο Θεός γι΄ αυτόν.
Αυτές οι πηγές χαράς γίνονται και δικές μας πηγές χαράς, αν περπατούμε στα ίδια αχνάρια πνευματικής ζωής. Τότε θα είμαστε καθισμένοι στα γόνατα του Θεού και « τα πάντα θα είναι δικά μας » (Α΄ Κορινθ. 3/22).
Η παραπάνω μελέτη αναδημοσιεύεται από το περιοδικό ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ, Τόμος Α΄, Αριθμός 2-3, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1979 – ΕΚΔΟΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ, με ευγενική άδεια του εκδότη του.