Λουκάς 10:38-42 – Μέρος 1ο

Διαβάζουμε την περικοπή Λουκάς 10:38-40. Στο εδάφιο 40 θα κάνουμε μια στάση, θα σχολιάσουμε τα εδάφια αυτά και θα συνεχίσουμε κατόπιν την περικοπή ως το εδάφιο 42.

38 Καθώς λοιπόν αυτοί προχωρούσαν, αυτός εισήλθε σε κάποιο χωριό. Κάποια γυναίκα, τότε, με το όνομα Μάρθα, τον υποδέχτηκε. 39 Και αυτή είχε μια αδελφή που την καλούσαν Μαριάμ, η οποία και κάθισε κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε το λόγο του. 40 Αλλά η Μάρθα ήταν απασχολημένη με πολλή διακονία. Στάθηκε τότε από πάνω και είπε: «Κύριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με εγκατέλειψε μόνη να διακονώ; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει.» (μεταγλώττιση Σπύρου Καραλή)

Μια ερμηνευτική αλήθεια

Ας ξεκινήσουμε με μια ερμηνευτική υπενθύμιση. Κάθε φορά που διαβάζουμε μια βιβλική περικοπή πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι η περικοπή αυτή έχει γραφτεί πριν κάποιες χιλιάδες χρόνια. Τότε, λοιπόν, που γράφτηκε ήταν μια άλλη ιστορική εποχή, με συνθήκες διαφορετικές από αυτές της δικής μας εποχής, με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά και με διαφορετικά θρησκευτικά ή θεολογικά δεδομένα. Για να εξάγουμε από την κάθε βιβλική περικοπή το δίδαγμα για την δική μας την ζωή, είναι ανάγκη να αντιληφθούμε πρώτα τα δεδομένα εκείνης της εποχής, να αντιληφθούμε το δίδαγμα που εκείνοι, οι αρχικοί παραλήπτες τού κειμένου θα διδάσκονταν, και κατόπιν να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε το δίδαγμα αυτό στην δική μας εποχή και στα δικά μας δεδομένα, τηρώντας με σύνεση τις αναλογίες μεταξύ εκείνης της παλιάς εποχής και της δικής μας. Το περιεχόμενο αυτής της υπενθύμισης αποτελεί αντικειμενική κρίση, καθώς όλοι οι σοβαροί ερμηνευτές συμφωνούν με αυτήν.

Μια σύντομη εισαγωγή

Η περικοπή αυτή είναι μέρος μιας μικρής θεματικής ενότητας που ξεκινάει από το 10:25 και φτάνει ως το 11:13. Η περικοπή 10:25-10:37 δείχνει πώς αγαπάει και υπηρετεί τον πλησίον ο μαθητής του Χριστού, και αυτό γίνεται γνωστό με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Ακολουθεί η περικοπή που διαβάσαμε,10:38-43, που δείχνει ποια είναι η «αγαθή μερίδα» για έναν μαθητή (εδώ αφορά μαθήτρια) του Χριστού και η οποία υπερτερεί έναντι της διακονίας, και η περικοπή που ακολουθεί, 11:1-13, πραγματεύεται την ανάγκη εξάρτησής μας από τον Θεό δια της προσευχής, που γίνεται γνωστή με την Κυριακή προσευχή και μια σχετική παραβολή.

Η στάση μας ως μάρτυρες τού συμβάντος

Πριν αναφερθούμε στα λόγια και την στάση τού Χριστού προς τις δύο αδελφές, αξίζει να φέρουμε στο νου μας τις δικές μας ιδέες σχετικά με τις δύο αυτές αδελφές. Υποθέστε ότι ήμασταν γείτονες τής Μάρθας και μας καλούσε στο σπίτι της να γνωρίσουμε τον Ιησού από κοντά. Ακούγοντας και βλέποντας όσα περιγράφουν τα παραπάνω λόγια τής περικοπής, τι γνώμη θα σχηματίζαμε για τις δύο αδελφές; Ποιος ή ποια θα υποστήριζε μόνο την Μάρθα; Ποιος θα υποστήριζε, δηλαδή θα δικαίωνε, μόνο την Μαρία; Μήπως θα λέγαμε πως και οι δύο έχουν κάποιο δίκιο αλλά και κάποιο άδικο ταυτόχρονα; Ίσως να λέγαμε πως 50% έχουν δίκιο και 50% άδικο η καθεμιά. Κάποιοι θα έπαιζαν με τα ποσοστά και θα έλεγαν, 70% φταίει η Μάρθα και 30% η Μαρία. Πιστεύω πως όλες οι παραπάνω εκδοχές θα καταθέτονταν πάνω στο τραπέζι της συζήτησης και θα φαινόταν η ποικιλία τών απόψεων πάνω σ’ ένα πολύ απλό συμβάν της καθημερινής ζωής που όμως σχετίζεται με τον Ιησού Χριστό.

Ανάλυση της περικοπής

Στην περικοπή μας αναφέρεται ότι η Μάρθα υποδέχθηκε τον Χριστό στο σπίτι της. Αυτό δείχνει ότι η Μάρθα ήταν η οικοδέσποινα. Δεν αναφέρεται για ποιο λόγο Τον υποδέχθηκε, και εννοώ πως δεν ξέρουμε τι ακριβώς είχε κατά νου όταν απηύθυνε πρόσκληση στον Ιησού. Τον είχε ήδη γνωρίσει κάποια άλλη μέρα στο παρελθόν; Από τα κείμενα τών ευαγγελίων φαίνεται πως ήταν η πρώτη φορά που ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι τής Μάρθας. Ήταν τιμή για έναν οικοδεσπότη ή μια οικοδέσποινα να φιλοξενεί έναν φημισμένο δάσκαλο. Δεν αναφέρεται καν ο τόπος κατοικίας τής Μάρθας. Το σπίτι στη Βηθανία είναι γνωστό από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Λουκάς εδώ για κάποιον λόγο δεν αναφέρει τοποθεσία. Αν και τα πρόσωπα που αναφέρονται είναι μόνο τρία, ο Ιησούς, η Μάρθα και η αδελφή της η Μαρία, το προφανές είναι ότι φιλοξενήθηκαν μαζί με τον Ιησού και οι δώδεκα μαθητές Του, εκτός εάν για κάποιον λόγο οι μαθητές έμειναν κάπου αλλού. Το εδάφιο 38 αφήνει ένα τέτοιο περιθώριο, καθώς λέει: Ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Δικαιολογείται η αμφιβολία αν η Μάρθα φιλοξένησε και τους μαθητές τού Ιησού ή όχι. Αν τους φιλοξένησε όλους, αυτό υπονοεί πως η Μάρθα διέθετε ένα μεγάλο σπίτι. Γνωρίζοντας λοιπόν την σύντομη αυτήν περικοπή, είναι εύκολο να καταλάβουμε πως η συγκεκριμένη φιλοξενία σήμαινε για την Μάρθα πως υπάρχει αρκετή εργασία που πρέπει να γίνει για την υποδοχή τόσων προσώπων και την ετοιμασία ενός δείπνου της εποχής εκείνης. Στην δική μας εποχή, σε μια περίσταση φιλοξενίας μερικών ωρών ή ίσως μιας νύχτας θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα-δυο τηλέφωνα και να παραγγείλουμε δέκα πίτσες, μερικά σουβλάκια και κάποιες σαλάτες. Δεν ξέρω αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα εκείνη την εποχή. Αν όχι, όλο το βάρος τής προετοιμασίας έπεφτε πάνω στον οικοδεσπότη ή την οικοδέσποινα. Πολλοί οικοδεσπότες είχαν υπηρέτες και υπηρέτριες που έκαναν τις διάφορες οικιακές εργασίες. Δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό για την Μάρθα. Είναι λοιπόν δικαιολογημένη η στάση τής Μάρθας; Ήταν σωστό όλο το βάρος της οικιακής εργασίας να πέσει πάνω της; Δεν έπρεπε η Μαρία να την βοηθήσει; Δεν είναι δικαιολογημένο το παράπονο που εκφράζει η Μάρθα στον Ιησού; Εμείς, αν ήμασταν στη θέση τής Μάρθας πώς θα αισθανόμασταν και τι θα κάναμε;

Η στάση του Χριστού έναντι των δύο αδελφών

Πόσο αντικειμενική, άραγε, είναι η κρίση μας για την στάση των δύο αδελφών; Λέγοντας αντικειμενική, εννοώ με βάση το θέλημα τού Θεού για την ζωή μας. Μα, έχει νόημα αυτό το ερώτημα; Ίσως οι περισσότεροι εδώ να καταλήξουμε στο εξής: Τι νόημα έχει να μιλάμε για αντικειμενικότητα μέσα στις λεπτομέρειες τής καθημερινότητας; Εγώ έτσι το βλέπω, συνεπώς για μένα έτσι έχουν τα πράγματα. Εσύ το βλέπεις κάπως αλλιώς και όλα είναι καλά. Ο καθένας μας το βλέπει μέσα από την δική του ψυχοσύνθεση. Μπορούμε να ξέρουμε σε ένα τέτοιο ζήτημα ποια είναι η αντικειμενική κρίση, δηλαδή η αντικειμενική αξιολόγηση τών πραγμάτων και της δικής μας στάσης προς αυτά;

Την αδυναμία μας να είμαστε πνευματικά αντικειμενικοί, την καλύπτει ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αυτό που λέει ο Ιησούς, ενώ βρίσκεται ανάμεσά τους, αυτό και είναι. Η στάση που κρατάει συνιστά αντικειμενική κρίση. Διαβάζουμε τώρα τα εδάφια 41 και 42.

41 Αποκρίθηκε τότε ο Κύριος και της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και θορυβείσαι για πολλά, 42 ενώ για ένα πράγμα υπάρχει ανάγκη. Η Μαριάμ, πράγματι, διάλεξε την αγαθή μερίδα, που δεν θα της αφαιρεθεί».

Μας παραξενεύει η αξιολόγηση τού Χριστού; Μας αρέσει; Πώς γίνεται μια τέτοια κρίση να είναι σωστή; Ακριβέστερα, πώς γίνεται αυτή η κρίση να είναι η πνευματική και η αντικειμενική;

Στο σημείο αυτό πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο Χριστός γνώριζε τους ανθρώπους, το φρόνημά τους και τις σκέψεις τους, κι έτσι τους αντιμετώπιζε, όπως ακριβώς ήταν η ανάγκη τους. Οι κρίσεις Του δεν ήταν γενικόλογες αξιολογήσεις. Ήταν αληθείς και ακριβείς. Κάποια παραδείγματα θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αυτήν την αλήθεια. Είδε, ο Ιησούς, για πρώτη φορά τον Ναθαναήλ, τον κατόπιν μαθητή Του και είπε: «Δέστε, ένας αληθώς Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος» (Ιωάννης 1:47β). Μιλάει με την γυναίκα στο πηγάδι τού Ιακώβ, στη Σαμάρεια, και της λέει, «Σωστά είπες ότι δεν έχω άνδρα· 18 επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που έχεις τώρα δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια.» (Ιωάννης 4:17-18). Εδώ η γυναίκα αυτή πρέπει να υπέστη ένα ψυχικό σοκ. Ο Χριστός επιβεβαίωσε κάτι προσωπικό που η ίδια ανέφερε, και μάλιστα πρόσθεσε (ο Ιησούς) κάποιες λεπτομέρειες από τη ζωή της πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτό είναι άκρως εντυπωσιακό δεδομένου πως κανένας δεν του μίλησε γι’ αυτήν την γυναίκα. Σε ένα άλλο περιστατικό, αυτού του ανθρώπου με το παράλυτο χέρι μέσα στην Συναγωγή, αφηγείται ο Λουκάς (6:7-8), «7 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν, αν θα θεραπεύσει κατά το Σάββατο, για να βρουν κατηγορία εναντίον του. 8 Αυτός, όμως, γνώριζε τις σκέψεις τους …». Περί τίνος λοιπόν πρόκειται; Διαβάζουμε στον Ιωάννη 2:24-25: «24 Ο ίδιος ο Ιησούς, όμως, δεν τους εμπιστευόταν, επειδή τους γνώριζε όλους· 25 και επειδή δεν είχε ανάγκη να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον άνθρωπο· δεδομένου ότι, αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.»

Εμείς γνωρίζουμε γενικώς ότι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί (όλοι είμαστε), αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον κάθε άνθρωπο και δεν μπορούμε να του μιλήσουμε όπως ο Ιησούς, εκτός εάν το Άγιο Πνεύμα μάς φωτίσει σε συγκεκριμένες περιστάσεις φανερώνοντάς μας κάποιες πολύ συγκεκριμένες αλήθειες περί του προσώπου που έχουμε μπροστά μας και τις οποίες εμείς ως άνθρωποι αγνοούμε υπό συνήθεις συνθήκες. Αυτό φαίνεται πως έγινε όταν ο Πέτρος συνάντησε τον Ανανία και την Σαπφείρα. Γι’ αυτό και είναι συνετό να επιδιώκουμε να γνωρίζουμε αρκετά καλά ο ένας τον άλλον πριν ξεστομίσουμε δήθεν προφητικά λόγια για κάποιο πρόσωπο. Έτσι, ο Ιησούς μπορούσε να μιλάει πολύ προσωπικά όταν απευθυνόταν σε κάποιον άνθρωπο. Εκείνος, μόνο, γνώριζε την ψυχή του, και βεβαίως γνωρίζει πολύ καλά και την δική μας ψυχή.

Με αυτό το στοιχείο ως δεδομένο, ο Ιησούς παίρνει θέση για δύο γυναίκες που Τον τιμούν με την φιλοξενία τους και τις τιμά και Αυτός με την παρουσία Του. Η Μάρθα ως οικοδέσποινα φρονεί πως το μεγάλο βάρος τής φιλοξενίας πέφτει επάνω της. Σύμφωνα με την αντίληψη τής Μάρθας, η στάση τής Μαρίας είναι μάλλον προβληματική. Κατά την Μάρθα, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει αρκετή οικιακή εργασία που πρέπει να γίνει αλλά τα διαθέσιμα χέρια είναι μόνο δύο, τα δικά της. Τα δύο χέρια τής Μαρίας είναι άπραγα. Αν ζούσε σήμερα η Μάρθα θα έλεγε, «Κύριε, η Μαρία κάθεται ενώ εγώ κάνω τα πάντα». Έτσι, η Μάρθα νιώθει παραφορτωμένη και αρχίζει να εκνευρίζεται· στο μυαλό της στριφογυρνάνε αδιάκοπα όλες οι επιμέρους εργασίες που πρέπει να γίνουν. Σας θυμίζει κάτι το φαινόμενο αυτό αγαπητές αδελφές; Οι καρδιακοί παλμοί επιταχύνονται, κι επειδή καταλαβαίνει ότι δεν το αντέχει άλλο πια, πηγαίνει στον Κύριο και Τον μαλώνει ελαφρώς, βοηθώντας Τον να καταλάβει ότι τα πράγματα εκείνη την ημέρα είναι αρκετά σημαντικά ώστε να συνεχίσουν να κυλούν με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, από καθαρώς ανθρώπινη οπτική των πραγμάτων, η Μάρθα φαίνεται πως έχει εκατό τοις εκατό δίκιο. Αλλά τι απογοήτευση! Τα λόγια τού Ιησού, όπως τα καταγράφει ο Λουκάς, δεν την δικαιώνουν καθόλου!

Ο Κύριος της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και θορυβείσαι για πολλά, ενώ για ένα πράγμα υπάρχει ανάγκη. Η Μαριάμ, πράγματι, διάλεξε την αγαθή μερίδα, που δεν θα της αφαιρεθεί.» (41-42)

Θα πρέπει εμείς, ως παρατηρητές του σκηνικού αυτού, ν’ αντιληφθούμε ότι το ύφος τού Κυρίου Ιησού είναι γεμάτο αγάπη αλλά και αλήθεια και δικαιοσύνη, και πάντοτε χωρίς προσωποληψία. Τα λόγια αυτά του Χριστού ανέτρεψαν την οπτική θεώρηση τής Μάρθας. Θα μπορούσαμε εδώ να βάλουμε ως υπότιτλο τού θέματος μας, «όταν ο Κύριος ανατρέπει το φρόνημά μας». Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διευκρίνιση. Δεν είναι πρόβλημα το γεγονός ότι η Μάρθα εργάζεται και μάλιστα πολύ. Ίσως σκεπτόμαστε δύο εξισώσεις νοημάτων ως εξής:

Μάρθα = υπερβολική εργασία με μέριμνα και περισπασμό. Η στάση της είναι σαρκική. Συνεπώς, η Μάρθα είναι σαρκικός άνθρωπος, σύμφωνα με την έννοια που αργότερα η Καινή Διαθήκη θα προσδώσει στα πνευματικά νήπια. Μαρία = πλήρως αφοσιωμένη στην ακοή τού λόγου τού Κυρίου. Η στάση της είναι πνευματική. Η Μαρία συνεπώς είναι ένας πνευματικός άνθρωπος.

Εν μέρει, οι εξισώσεις αυτές είναι σωστές. Το πρόβλημα, όμως, δεν εντοπίζεται στο ότι από τη μια πλευρά έχουμε πολλή εργασία και από την άλλη πλευρά έχουμε την ήσυχη και νηφάλια ακοή τού λόγου τού Κυρίου. Δεν αντιτίθενται αυτά τα δύο. Το πρώτο δεν αποκλείει το δεύτερο και αντιστρόφως. Το πρόβλημα έγκειται στο φρόνημα που χαρακτηρίζει την ψυχή μας και καθορίζει τον τρόπο ζωής μας· εντοπίζεται στο ποιος είναι ο θησαυρός τής καρδιάς μας. Αναλόγως του θησαυρού, τίθενται οι προτεραιότητες. Στον πυρήνα τού ζητήματος βρίσκεται το ερώτημα τού θησαυρού τής καρδιάς.

Αν ο φιλοξενούμενος και οι συν αυτώ ήταν κάποιοι συνηθισμένοι άνθρωποι, ίσως η Μάρθα να είχε δίκιο. Ας προσπαθήσουμε ν’ αντιληφθούμε την εποχή τής Μάρθας. Εδώ ο φιλοξενούμενος είναι ο Γιος τού Θεού, ο Μεσσίας τού Ισραήλ και ο Λυτρωτής του, ο μέλλων Βασιλιάς του. Τρεις ήταν συνολικά οι επισκέψεις τού Ιησού στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τα γραμμένα, κι εδώ πρόκειται για την πρώτη από αυτές τις επισκέψεις. Τι να πρωτοακούσεις, τι να πρωτοπάρεις από τον ανεξάντλητο Χριστό τού Θεού όταν κάποια στιγμή σού δίνεται η ευκαιρία να Τον φιλοξενείς στο σπίτι σου; Όταν ο Ιησούς ανέστησε τον γιο τής χήρας στην Ναΐν, γράφει ο Λουκάς στο 7:16-17:

16 Και φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό λέγοντας ότι ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό του. 17 Και η φήμη αυτή γι’ αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Ιουδαία, και σε όλα τα περίχωρα.

Αυτός λοιπόν ο μεγάλος προφήτης, κατά την αντίληψη τών πολλών, που είναι συνάμα ο Μεσσίας, τώρα βρίσκεται στο σπίτι τής Μάρθας. Σήμερα, η Μάρθα έχει την ευκαιρία να Τον γνωρίσει προσωπικά, να Τον ακούσει, να Τον ρωτήσει, να ρουφήξει σαν στεγνό σφουγγάρι και να πλημμυρίσει από αυτήν «την επίσκεψη τού Θεού». Θα έχει άραγε άλλες τέτοιες ευκαιρίες;

Η στάση της Μαρίας

Να λοιπόν η διαφορά. Φαίνεται πως η Μαρία το «έπιασε» αυτό. Η Μάρθα όχι, ή τουλάχιστον, όχι ικανοποιητικά. Η στάση τής Μαρίας φανερώνει εσωτερική δίψα και λαχτάρα για το πρόσωπο τού Χριστού και το μήνυμά Του. Αυτά τα δύο πάνε πάντοτε μαζί. Έτσι, η Μαρία κάθεται κάτω, κοντά στα πόδια τού Ιησού, κοιτώντας προς Αυτόν. Η φράση αυτή και η εικόνα αυτή ήταν η χαρακτηριστική στάση ενός μαθητή που θέλει να διδάσκεται από έναν ραβίνο. Ο Παύλος λέει στις Πράξεις 22:3: Εγώ μεν είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό τής Κιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια (παρὰ τοὺς πόδας) τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια τού πατροπαράδοτου νόμου… Ώστε ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ. Στη Μισνά αναφέρεται (mAbot 1:4): “Ο οίκος σου ας είναι οίκος συνάντησης τών σοφών και να κάθεσαι μέσα στη σκόνη τών ποδιών τους και να πίνεις με δίψα τους λόγους τους». Αν και οι γυναίκες μπορούσαν να ακούσουν την διδασκαλία της Τορά στην Συναγωγή, ή κάποιες φορές να ακούσουν τις ομιλίες κάποιου δασκάλου, δεν διδάσκονταν από τους ραβίνους στα σχολεία τους. Τα αγόρια διδάσκονταν την αποστήθιση τής Τορά· τα κορίτσια όχι, εκτός αν την διδάσκονταν στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Έτσι ήταν ασύνηθες για μια γυναίκα να κάθεται στα πόδια ενός ραβίνου ως μαθήτριά του. Ο Ιησούς εδώ, όχι μόνο δέχεται την Μαρία να κάθεται ως μαθήτρια στα πόδια Του αλλά και επιδοκιμάζει την στάση της ενώ απευθύνεται στην Μάρθα. Έτσι, ο Ιησούς υπερβαίνει το κοινωνικώς αποδεκτό για τις γυναίκες καλούπι.

Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια τού Χριστού, η διακονία τής Μάρθας, αξιολογείται ως ριζωμένη στη μέριμνα μιας οικοδέσποινας που όντως θέλει να κάνει πολλά για τον καλεσμένο της και προφανώς όλα να είναι τέλεια. Δεν ξεχνάμε όμως πως στην παραβολή τού σπορέα, η μέριμνα είναι αγκάθι που πνίγει τον λόγο τού Θεού και δεν καρποφορεί. Ο Ιησούς θέλει να βοηθήσει την Μάρθα να αντιληφθεί πως η μεγάλη ανάγκη της είναι μία. Υπάρχει ένας θησαυρός, και αυτός είναι η ερχόμενη βασιλεία τού Θεού διαμέσου του Μεσσία του Ισραήλ, και πρέπει να τον αποκτήσει με κάθε τίμημα. Ο Χριστός-Σωτήρας, και Προφήτης και Βασιλιάς είναι ήδη εδώ, αν και δεν είναι ακόμη αποδεκτός. Ο Μεσσίας τών Ιουδαίων θέλει και μπορεί να μεταμορφώσει την Μάρθα με τον λόγο Του, και αυτή η μεταμόρφωση οδηγεί σε διακονία άλλου φρονήματος. Αν και ενόσω η Μάρθα δεν αντιλαμβάνεται τον θησαυρό τής βασιλείας του Θεού εν τω Χριστώ, η διακονία της είναι σαρκική, αν και ειλικρινής και καλόπιστη. Η Μάρθα πιστεύει, προφανώς, στον Ιησού. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε πως πίστη από πίστη διαφέρει. Υπάρχει πίστη που σώζει και υπάρχει πίστη που σε φέρνει κοντά αλλά όχι απαραίτητα μέσα στη βασιλεία τού Θεού.

Η Μαρία διάλεξε την αγαθή μερίδα

Ο Ιησούς θα πει στην Μάρθα πως «η Μαρία διάλεξε την αγαθή μερίδα». Η λέξη «μερίδα» αφορούσε είτε το φαγητό είτε την κληρονομιά. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ψαλμού 16:5-6: «5 Ο Κύριος είναι η μερίδα τής κληρονομιάς μου και του ποτηριού μου· εσύ διατηρείς το κληρονομικό μου μερίδιο. 6 Οι μερίδες μου έπεσαν σε τόπους τερπνούς· έλαβα ωραιότατη κληρονομιά.» Γιατί ο Ιησούς μιλάει για μερίδα; Μήπως θέλει να πει πως τελικώς Εκείνος είναι ο οικοδεσπότης που έχοντας αποσταλεί από τον Ουράνιο Πατέρα για να διακονήσει και όχι να διακονηθεί, τώρα προσφέρει στην Μαρία την καλύτερη μερίδα που θα θρέψει και θα ικανοποιήσει την ψυχή της; Ή μήπως θέλει να οδηγήσει την σκέψη τής Μάρθας στο γεγονός ότι ο Θεός που έδωσε τις μερίδες κληρονομιάς της γης στους Ισραηλίτες στη Χαναάν, είναι ο ίδιος που χαρίζει μια αιώνια κληρονομιά σ’ αυτούς που μαθητεύουν στον Χριστό και Τον ακολουθούν; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η Μάρθα θα ωφεληθεί τα μέγιστα αν και αυτή ζηλέψει αυτήν την νοοτροπία και στάση τής Μαρίας. Αν η Μάρθα πάρει και αυτή την στάση τής μαθήτριας, θα απολαύσει την αγαθή μερίδα που ο Ιησούς έχει να της προσφέρει. Αυτό όμως δείχνει να σημαίνει πως όταν ο Χριστός μπαίνει μέσα σ’ ένα σπίτι –επειδή βεβαίως έχει ήδη προσκληθεί- δεν θα χρειαστεί παρά ελάχιστος χρόνος για να διαπιστώσει ο οικοδεσπότης ή η οικοδέσποινα, πως οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Χριστός έχει να προσφέρει μια εξαιρετική μερίδα που υπερέχει αυτής που ο φυσικός οικοδεσπότης μπορεί να προσφέρει. Η προσοχή τού οικοδεσπότη ή της οικοδέσποινας σύντομα απομακρύνεται από το φυσικό φαγητό και μετατοπίζεται στο χορταστικό πρόσωπο τού Χριστού. Αυτό δεν έγινε με τη γυναίκα εκεί στη Σαμάρεια; Υποτίθεται πως εκείνη θα έδινε λίγο νερό να πιεί ο Ιησούς, που ήταν διψασμένος και ταλαιπωρημένος από την οδοιπορία αλλά τελικώς ήταν ο Ιησούς που ξεδίψασε με μοναδικό τρόπο αυτήν την ταλαιπωρημένη γυναίκα. Το ίδιο δεν έγινε όταν ο αρχιτελώνης Ζακχαίος φιλοξένησε τον Χριστό στο σπίτι του; Δεν αναφέρονται οι λεπτομέρειες της φιλοξενίας από μέρους τού Ζακχαίου. Αυτό που αναφέρεται είναι το αποτέλεσμα μιας ριζικής αλλαγής στη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής τού Ζακχαίου. Γι’ αυτό πήγε ο Ιησούς στο σπίτι του και όχι για ένα χορταστικό δείπνο. Οι δύο που πορεύονταν προς Εμμαούς δεν κάλεσαν τον άγνωστο συνοδοιπόρο τους να δειπνήσει μαζί τους και να περάσει εκεί τη νύχτα του δείχνοντας έλεος προς αυτόν εκείνο το βράδυ; Κι Εκείνος δέχθηκε, και τι έγινε; Να, σκέφτηκε κι Αυτός να τους ανταποδώσει το έλεος που Του έκαναν και τους αποκάλυψε το πρόσωπό Του κι έβαλε φωτιά στην καρδιά τους και στα πόδια τους, και βραδιάτικα γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ να βρουν τους μαθητές και να τους πουν πως αναστήθηκε και Τον είδαν ζωντανό! Έτσι, το ερώτημα τελικώς γίνεται, ποιος φιλοξενεί ποιον ή ποιος είναι ο οικοδεσπότης και ποιος ο φιλοξενούμενος;

Για άλλη μια φορά λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι να βρούμε το ποσοστό διακονίας, από τη μία πλευρά και το ποσοστό τής μελέτης τού λόγου του Θεού και της προσευχής από την άλλη πλευρά. Το ζητούμενο είναι «να γευθούμε τον Κύριο» για να διαπιστώσουμε ότι «είναι αγαθός», ώστε να θέλουμε να προσκολληθούμε για πάντα σ’ Αυτόν. Όταν αυτό γίνει, τότε καλούμαστε να αποκτούμε συνεχώς σοφία και σύνεση για το πώς ακριβώς ταιριάζει να υπηρετούμε τον Κύριο και τους ανθρώπους.

Το καλύτερο παράδειγμα που συνδέει αφοσίωση και διακονία

Γράφει ο Λουκάς στο 8:1-3:

1 Και ύστερα απ’ αυτά, αυτός περνούσε μέσα από κάθε πόλη και κωμόπολη, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα για τη βασιλεία τού Θεού· και οι δώδεκα ήσαν μαζί του· 2 και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευθεί από πονηρά πνεύματα και ασθένειες, η Μαρία, που λεγόταν Μαγδαληνή, από την οποία είχαν βγει επτά δαιμόνια, 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα τού Χουζά, του επιτρόπου τού Ηρώδη, και η Σουσάννα, και πολλές άλλες, που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους.

Αυτές οι γυναίκες έγιναν μαθήτριες τού Ιησού. Γιατί; Διότι τις ευεργέτησε. Κάποιες τις ελευθέρωσε από πονηρά πνεύματα και ασθένειες. Οι γυναίκες αυτές, ιδιαιτέρως, θα πηδούσαν από τη χαρά τους που τους δόθηκε το προνόμιο και το δικαίωμα ν’ ακολουθούν κυριολεκτικά τον Χριστό, να διδάσκονται από Αυτόν με κάθε δυνατό τρόπο και βεβαίως να Τον υπηρετούν. Πιστεύω πως οι γυναίκες αυτές ήταν οι καταλληλότερες για διακονία, διότι πρώτα άλλαξε εκ βαθέων το φρόνημά τους και κατόπιν μάθαιναν πώς να υπηρετούν, τι είχε μεγάλη σημασία στη διακονία και τι μικρή και με τι δεν έπρεπε να κατατρώγονται. Όλα αυτά τα μάθαιναν έμπρακτα από τον ίδιο τον Κύριο και μέσα στις καθημερινές περιστάσεις τής ζωής, επειδή ήσαν συνεχώς μαζί Του.

Συνεπώς, η υποδοχή και η φιλοξενία που επιζητεί ο Ιησούς από μέρους τών ανθρώπων δεν συνίσταται σε έντονη μέριμνα και περισπασμό σε πολλές υποχρεώσεις. Ο Ιησούς αρέσκεται να Τον υποδεχόμαστε στη ζωή μας και στο σπίτι μας ως τον χρισμένο τού Θεού που θα μας αποκαλύψει τον Ουράνιο Πατέρα και το λυτρωτικό Του σχέδιο, και θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή, μεταμορφώνοντας την δική μας ζωή. Αυτή η μεταμόρφωση περιλαμβάνει και τον τρόπο υπηρεσίας μας προς Αυτόν και προς τον πλησίον.

Είναι αξιοσημείωτο πως η Μαρία, που στην ιστορία μας αποτελεί τον υποδειγματικό τύπο, είναι σιωπηλή καθ’ όλη τη ροή τής ευαγγελικής αφήγησης.

Η πνευματική πρόοδος τών δύο αδελφών

Στον Ιωάννη, κεφάλαιο 11, καταγράφεται το γεγονός τής ανάστασης τού Λαζάρου από τον Χριστό. Εδώ έχουμε την δεύτερη συνάντηση του Ιησού με τις αδελφές Μάρθα και Μαρία. Ας δούμε επί τροχάδην κάποια αξιοσημείωτα στοιχεία.

Πρώτον, «μόλις λοιπόν άκουσε η Μάρθα ότι έρχεται ο Ιησούς, βγήκε σε προϋπάντησή του, ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι» (εδάφιο 20). Η Μάρθα χαίρεται στο γεγονός ότι ο Ιησούς έρχεται προς αυτές και βγαίνει έξω από την κωμόπολη για να Τον προϋπαντήσει.

Δεύτερον, η Μάρθα έχει την πίστη να πει κάποια στιγμή στον Ιησού, «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου. Όμως, και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει.» (εδάφια 21-22).

Τρίτον, η Μάρθα πιστεύει στην ανάσταση των εσχάτων καιρών (εδάφιο 24).

Τέταρτον, η Μάρθα θα απαντήσει στο ερώτημα που της έθεσε ο Ιησούς και θα πει, «Κύριε, εγώ πίστεψα ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο» (εδάφιο 27). Η Μάρθα εδώ ομολογεί αυτό που ομολόγησε λίγο πριν ο Πέτρος και ο Ιησούς ένιωσε αγαλλίαση στο άκουσμα αυτής της ομολογίας πίστης. Αυτές οι πεποιθήσεις και οι ομολογίες ήταν πολύ σημαντικές για εκείνη την περίοδο του χρόνου.

Δεν ξέρουμε αν η Μάρθα τού πρώτου περιστατικού που σχολιάσαμε είχε ήδη αυτήν την γνώση και την πίστη στο πρόσωπο τού Χριστού, όπως φαίνεται τώρα εδώ.

Στον Ιωάννη, κεφάλαιο 12, καταγράφεται η τελευταία (η τρίτη) συνάντηση τού Ιησού με παρόντα τον αναστημένο Λάζαρο, την Μάρθα και την Μαρία. Εκεί, επίσης, αναφέρεται το αξιοσημείωτο στοιχείο ότι η Μάρθα υπηρετούσε (εδάφιο 2) στο δείπνο που παρέθεσαν στον Κύριο. Δεν καταγράφεται όμως κανένα παράπονο, καμία μέριμνα ή περισπασμός.

Τα δύο αυτά τελευταία περιστατικά δείχνουν εμφανώς ότι η Μάρθα έχει προοδέψει αισθητά. Φαίνεται πως η Μάρθα έχει πάρει στα σοβαρά το μάθημα που ο Κύριος την δίδαξε και βαδίζει τον δρόμο προς την ωριμότητα. Η Μάρθα δεν κράτησε μούτρα στον Κύριο που στην πρώτη τους συνάντηση την έλεγξε.

Και ας δούμε τι συνέβη σ’ αυτό το συμβάν με την Μαρία. Σ’ αυτήν την τρίτη συνάντηση «η Μαρία, αφού πήρε μία λίτρα από πολύτιμη καθαρή νάρδο, άλειψε τα πόδια τού Ιησού, και με τις τρίχες της σκούπισε τα πόδια του· και το σπίτι γέμισε από την ευωδιά τού μύρου.» (Ιωάννης 12:3)

Δεν αναφέρεται το πώς σκέφθηκε η Μαρία και γιατί το έκανε. Υπάρχει μόνο ένας λόγος τού Χριστού που εμείς θα θέλαμε να είναι περισσότερο διαφωτιστικός. Όταν ο Ιούδας σχολίασε πως έγινε σπατάλη μύρου, ο Ιησούς είπε: «Άφησέ την· το φύλαξε για την ημέρα τού ενταφιασμού μου» (Ιωάννης 12:7).

Ο Ιησούς υπερασπίστηκε την Μαρία. Δεν αποδέχθηκε το σχόλιο τού Ιούδα. Αν η Μαρία άλειφε το κεφάλι τού Ιησού, ίσως να ήθελε να δείξει πως Τον θεωρεί βασιλιά τών Ιουδαίων με βάση την Διαθήκη τού Θεού προς τον Δαβίδ. Υπάρχει μια τέτοια σκηνή στον Ματθαίο, κεφάλαιο 26, πάλι στη Βηθανία, στο σπίτι τού Σίμωνα του λεπρού. Ο Ιησούς όμως αιτιολόγησε την πράξη τής Μαρίας λέγοντας ότι το έκανε για την ταφή Του. Ξέρουμε ότι οι γυναίκες που κατόπιν πήγαν στον τάφο να Τον αλείψουν με αρώματα, δεν τα κατάφεραν διότι το σώμα Του έλειπε. Ίσως η Μαρία να πραγματοποίησε ένα προφητικό χρίσμα. Φαίνεται πως η Μαρία έκανε εκ των προτέρων αυτό που δεν θα μπορούσε να κάνει ενόσω το σώμα τού Ιησού θα βρισκόταν στον τάφο. Η πράξη της ήταν βαθιά πνευματική και συνάμα ταπεινή, όταν με τα μαλλιά της σκούπισε τα πόδια Του. Η πράξη αυτή, επίσης, μπορεί να ενόχλησε καθώς δεν επιτρεπόταν σε μια γυναίκα να έχει λυτά τα μαλλιά της δημοσίως, στην παρουσία ανδρών. Ένα πράγμα μετράει στο τέλος. Ο Ιησούς αποδέχθηκε πλήρως την πράξη της. Ο Ιησούς δεν έκανε αυτό που αρκετοί από μας κάνουμε, μόλις δηλαδή κάποιος από το περιβάλλον ενοχληθεί, να επέμβει και να εμποδίσει μια λατρευτική πράξη. Η Μαρία είχε εκλέξει την αγαθή μερίδα και δεν εννοούσε να την αποχωριστεί. Η Μαρία ήταν η γυναίκα εκείνη που έδινε όλο το είναι της στον Κύριο και προέβαινε σε εκδηλώσεις βαθιάς αφοσίωσης και λατρείας.